Δίκες στο εξωτερικό για το «κούρεμα» – απομείωση χρέους
Της Χρύσως Αντωνιάδου
Σε αίθουσες Δικαστηρίων στο εξωτερικό θα μεταφερθούν οι δραματικές μέρες της εποχής του eurogroup του 2013, του «κουρέματος» των καταθέσεων και της απομείωσης του ελληνικού χρέους. Πρωταγωνιστές Κύπριοι καταθέτες, Ελλαδίτες καταθέτες, η Κυπριακή Δημοκρατία και ο Ανδρέας Βγενόπουλος. Όλοι διεκδικούν αποζημιώσεις και επιζητούν τη δικαίωση.
Μάρτιος 2013. Το eurogroup αποφασίζει για το «κούρεμα» των καταθετών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου. Φεβρουάριος 2016. Δεκαπέντε δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα εξετάσουν την ομαδική προσφυγή Κυπρίων καταθετών, σύμφωνα με την οποία «το “κούρεμα” βασίστηκε σε παράνομη απόφαση του eurogroup την οποία υποχρεώθηκε να εφαρμόσει η Κυπριακή Δημοκρατία».
Οι καταθέτες δίνουν άλλη μια νέα δικαστική μάχη για το θέμα του «κουρέματος» των καταθέσεων τους μετά την απόφαση του Εφετείου να κάμει αποδεκτή την αίτηση αναίρεσης της απόφασης Πρωτόδικου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, να μην προχωρήσει η ομαδική προσφυγή τους. Οι καταθέτες ζητούν επιστροφή των χρημάτων που απώλεσαν κατά το «κούρεμα» του Μαρτίου του 2013.
Η ακρόαση της υπόθεσης ορίστηκε για τις 2 Φεβρουαρίου 2016.
Οι καταθέτες κατά των ευρωπαϊκών θεσμών
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι την ευθύνη για το «κούρεμα» των καταθέσεων την είχαν τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ευρωπαϊκή Ένωση), τα οποία έχουν υποχρέωση να αποζημιώσουν τους καταθέτες και όχι η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου είχαν καταχωρήσει στο τέλος Μαρτίου 2013 προσφυγές κατά των διαταγμάτων εξυγίανσης των κυπριακών τραπεζών στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου.
Ωστόσο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, κήρυξε τις προσφυγές που κατατέθηκαν ενώπιον του από τους πιστωτές-καταθέτες της Λαϊκής και Τράπεζας Κύπρου, ως απαράδεκτες. Οι αιτητές υποστήριζαν πως οι αποφάσεις που λήφθηκαν προσέκρουαν στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και παραβίαζαν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης τους. Μετά την απόρριψη των αιτήσεων από την υψηλότερη βαθμίδα δικαστικού ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι καταθέτες προσέφυγαν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Court of Justice).
Οι αποφάσεις που θα ληφθούν χαρακτηρίζονται ως άκρως σημαντικές καθώς με αυτές:
Πρώτο, θα διασαφηνιστεί κατά πόσον η απόφαση για το «κούρεμα» ή bail – in των καταθέσεων τον Μάρτιο του 2013 ήταν νόμιμη ή παράνομη.
Δεύτερο, κατά πόσο ισχύουν οι κατ’ επανάληψη δηλώσεις του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη και του πρώην Υπουργού Οικονομικών Μιχάλη Σαρρή ότι, οι όροι του Μνημονίου για το «κούρεμα» των καταθέσεων της Λαϊκής και της Τράπεζας της Κύπρου επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τρίτο, κατά πόσον ισχύουν οι ισχυρισμοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι «η απόφαση ήταν μονομερής από την κυβέρνηση της Κύπρου».
Να υπενθυμίσουμε ότι εκείνη την περίοδο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέβαλλε προσπάθειες να προωθήσει οδηγία και ψήφισμα με τα οποία θα επιτρεπόταν να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο του bail – in για τις τραπεζικές καταθέσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο μια τέτοια απόφαση, ακόμη κι αν είχε εγκριθεί την περίοδο εκείνη, θα ίσχυε από τις 18 Ιανουαρίου 2018. Ως εκ τούτου, το bail – in που έγινε στην Κύπρο δεν ήταν επιτρεπτό καθώς δεν είχε τεθεί σε ισχύ με την κοινοτική οδηγία.
Η κοινοτική οδηγία που δεν ίσχυε…
Οι Κύπριοι «κουρεμένοι» καταθέτες θα εκπροσωπηθούν από εγνωσμένου κύρους νομικούς μεταξύ των οποίων ο τουρκοκύπριος γνωστός δικηγόρος του Λονδίνου Alper Riza, QC. Ο κ. Riza που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα του «κουρέματος» είχε δηλώσει πως «το πραγματικό ζήτημα είναι κατά πόσον η Επιτροπή προώθησε να υπογραφεί το bail –in, δηλαδή το “κούρεμα” στο μνημόνιο συμφωνίας, παρά την προταθείσα οδηγία που δεν ήταν σε ισχύ. Οι καταθέτες των Τραπεζών σε όλη την ευρωζώνη μεταξύ των οποίων και η Κύπρος αγνοούσαν πλήρως ότι οι καταθέσεις τους θα μπορούσαν να ιδιοποιηθούν από τον μηχανισμό διάσωσης πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία». Ως εκ τούτου, αποσαφήνιζε ο κ.Riza, οι καταθέτες δεν ήταν σε θέση να οργανώσουν τα οικονομικά τους με σύνεση και να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους σε ασφαλή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Τα κύρια επιχειρήματα της ομάδας των νομικών που θα εκπροσωπήσουν τους Κύπριους καταθέτες είναι πως:
- Η δημόσια δήλωση του Jeroen Dijsselbloem, Πρόεδρου της Ευρωομάδας ότι οι καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στη θέση των χρημάτων των φορολογουμένων αποτελεί απόδειξη ότι επιβλήθηκε από την Ε.Ε. προτού λάβει την υποστήριξη .
- Οι καταθέτες έχασαν τα χρήματά τους και το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον θα έπρεπε να αποζημιωθούν για το σύνολο των χρημάτων που χάνονται.
- Το καθήκον της Επιτροπής της Ε.Ε. ήταν να επιμείνει ότι, ελλείψει ενός εργαλείου bail -in , η κατάθεση στην τράπεζά δεν μπορούσε να εκτεθεί σε σωστικές παρεμβάσεις.
- Έπρεπε να επιδιωχθούν και άλλες μέθοδοι για την αντιμετώπιση κάθε ελλείμματος στα οικονομικά της Κύπρου.
Λαϊκή Τράπεζα εναντίον ελληνικού κράτους
Μια άλλη σε εξέλιξη δικαστική μάχη αφορά στη Λαϊκή Τράπεζα μετά την καταχώρηση αίτησης για Διαιτησία (Request for Arbitration) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας από την πρώην Διαχειρίστρια της κα Άντρη Αντωνιάδου. Στην αίτηση υπάρχει ο ισχυρισμός ότι «η Ελληνική Δημοκρατία ενήργησε κατά παράβαση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Αμοιβαία Προώθηση και Προστασία των Επενδύσεων της 30ής Μαρτίου 1992».
Αξιώνει αποζημίωση για τις απώλειες και ζημίες που υπέστη η Λαϊκή Τράπεζα από τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα ανταλλαγής κρατικών ομολόγων PSI+. Επικαλείται ότι επένδυσε σε ελληνικά ομόλογα συνολικής αξίας περίπου 2,8 δις ευρώ τα οποία υπάχθησαν στις πρόνοιες του Ελληνικού Νόμου 4050/2012 και ζητά συνολικές αποζημιώσεις 4 δις ευρώ. Η Λαϊκή Τράπεζα, που εξασφάλισε το πράσινο φως του Υπουργού Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη, κατέθεσε τη σχετική αίτηση στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο (International Centre For Settlement of Investment Disputes – ICSID) στην Ουάσινγκτον.
Η υπόθεση χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα σοβαρή. Είναι η μοναδική περίπτωση που έχει κατατεθεί από χρηματοπιστωτικό οργανισμό κατά του ελληνικού Δημοσίου.
Να σημειωθεί πως η Λαϊκή Τράπεζα, μεγαλομέτοχος της οποίας ήταν την τότε εποχή ο Ανδρέας Βγενόπουλος, συμμετείχε εθελοντικά στο PSI. Η Τράπεζα συμμετείχε στο 66% των ομολογιούχων που έδωσαν θετική ψήφο στο «κούρεμα» κατόχων ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Με την προσφυγή που έγινε σε Διαιτητικό Δικαστήριο, η Τράπεζα ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί τεράστιες ζημιές εξαιτίας της υποχρεωτικής συμμετοχής της στο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Επικαλείται τη διακρατική συμφωνία ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα με την οποία οι δύο χώρες δεσμεύονται σε αμοιβαία προστασία των επενδύσεων.
Σε περίπτωση που η Λαϊκή δικαιωθεί αναμένεται να ανοίξει ο δρόμος για την αποζημίωση και του υπόλοιπου 33% που συμμετείχε υποχρεωτικά στο PSI.
Η MIG κατά της Κύπρου
Επίσης, το Διαιτητικό Δικαστήριο που εδρεύει στην Ουάσιγκτον υπό τον Καθηγητή Bernard Hanotiau (Βέλγιο) ως πρόεδρο, τον κ. Daniel Μ. Price (ΗΠΑ) και τον Sir David Α.Ο. Edwards (Ηνωμένο Βασίλειο) θα συνέλθει στο Παρίσι μεταξύ 16 – 27 Μαΐου 2016 και θα συζητήσει την προσφυγή της Marfin Investment Group και 18 Ελλήνων μετόχων της πρώην Λαϊκής Τράπεζας. Οι ενάγοντες διεκδικούν αποζημίωση για την απαλλοτρίωση των επενδύσεών τους ως μετόχων της Τράπεζας και γι’ άλλες παραβιάσεις της διμερούς σύμβασης εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι ενάγοντες επικαλούνται και σε αυτή την περίπτωση τη διμερή σύμβαση προστασίας των επενδύσεων μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και διεκδικούν αποζημιώσεις για την απώλεια, όπως ισχυρίζονται, των επενδύσεών τους ύψους περίπου 1,1 δις ευρώ, εκ των οποίων η αξία της επένδυσης της MIG ανέρχεται σε 824 εκατ. ευρώ.
Όπως ισχυρίζονται «η Κυπριακή Δημοκρατία αγνόησε τις προσκλήσεις φιλικής διευθέτησης της διαφοράς τις οποίες οι ενάγοντες/μέτοχοι της απεύθυναν, ως όφειλαν να κάνουν σύμφωνα με τις προβλέψεις της διμερούς σύμβασης».
Η προσφυγή εκκρεμεί από τον Σεπτέμβριο του 2013 ενώπιον του Δαιτητικού Οργανισμού για διαφορές μεταξύ επενδυτών και κρατών και είναι υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας (ICSID). Σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση που διέπει τη διαιτησία ICSID (Σύμβαση της Ουάσινγκτον του 1965), την οποία έχουν κυρώσει η Ελλάδα και η Κύπρος, η δικαιοδοσία του διεθνούς διαιτητικού δικαστηρίου είναι αποκλειστική.
Η Κύπρος δεν αποδέχτηκε στην περίπτωση αυτή, τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά συμμετέχει στη διαιτητική δίκη ως διάδικο μέρος. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ενέκρινε το Διαιτητικό Δικαστήριο, η ανταλλαγή των θέσεων και αποδεικτικών μέσων των μερών, θα ολοκληρωθεί στις 6 Μαρτίου 2016 και η ακρόαση της υπόθεσης έχει οριστεί για τον Μάιο.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι Έλληνες επενδυτές διεκδικούν από την Κυπριακή Δημοκρατία πέραν του 1,3 δις ευρώ. Στο ποσό αυτό προστίθενται και 300 εκατ. ευρώ που διεκδικούνται επίσης από την Κυπριακή Δημοκρατία από Έλληνες καταθέτες και κατόχους ομολόγων της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου οι οποίοι έχουν προσφύγει σε παράλληλη διεθνή διαιτητική διαδικασία.