Ζήσε τις στιγμές και πέταξε τη μιζέρια
Γυρίζω τη σελίδα του ημερολογίου και βλέπω πως ο μήνας έχει 20. Πάει άλλος ένας μήνας! Ακόμη δεν πρόφτασε να μπει και φεύγει σαν φτερά στον άνεμο.
Τον τελευταίο καιρό χάνω την έννοια του χρόνου. Ίσως γιατί το μυαλό συμπιέζεται από ένα σωρό πληροφορίες για γεγονότα που έρχονται, βιώνουμε, αναμένουμε, ή ακόμη και φανταζόμαστε. Ο χρόνος είναι χρήμα, μα το ταμείο στέρεψε. Όπως οι οικονομικοί πόροι, έτσι και για πολλούς στέρεψαν τα αισθήματα, οι ελπίδες, οι λαχτάρες, οι προσδοκίες, τα χαμόγελα.
Έκλεισαν οι καρδιές ερμητικά και δεν υπάρχουν ούτε μικρά παραθυράκια για συναισθήματα, αγάπη, συμπόνια, καλοσύνη, δημιουργικότητα, έρωτα, ζωή. Πολλοί είναι σκυθρωποί, μίζεροι, κατηφείς, πικραμένοι, πονεμένοι.
Επιθετικοί και εχθρικοί
Είναι αρνητικοί, είναι επιθετικοί και εχθρικοί. Έχουν ένα πόνο στο πρόσωπο και το σώμα τούς προδίδει πως κάτι μεγάλο βιώνουν. Ίσως όλα να είναι στη φαντασία τους. Το πιο πιθανόν.
Πιστεύω πως ζούμε την εποχή της μεγάλης κρίσης, της κρίσης θεσμών και αξιών, την κρίση επιβίωσης, την κρίση σχέσεων.
Η επιβίωση τού καθενός μας κρέμεται από μια λεπτή κλωστή, μια λεπτεπίλεπτη κλωστή, τόση δα. Κάποιοι υπερβάλλουν και υπερτονίζουν την κρίση που βιώνουν επειδή έχασαν τις πραμάτειες που μάζεψαν και κλείδωσαν στις αποθήκες τους και άλλοι ζουν πραγματικά μεγάλες δοκιμασίες. Οικονομικές, οικογενειακές, ίσως και κοινωνικές.
Αρκετοί εργάζονται ή παραμένουν για καιρό άνεργοι, ή ακόμη και βιώνουν καταστάσεις στον εργασιακό τους χώρο ή αλλού, στο σπίτι τους, στις οποίες είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν, να σιωπούν και να υπομένουν. «Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, πρέπει να αντέξουμε, πού να ψάχνουμε δουλειά ή σύντροφο ή σπίτι να ενοικιάσουμε;».
«Σιώπα να περάσουμε!. Μια φράση που ακούμε συχνά και καθημερινά. «Πού να βρω δουλειά, μα τα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει, μα είμαι πολύ μεγάλος για να κάνω κάτι άλλο, μα ξέρεις δεν έχω δική μου οικονομική άνεση, δεν θέλω να με κουτσομπολεύει ο κόσμος αν χωρίσω, τι θα πει;».
Χιλιοειπωμένες κουβέντες, προσχήματα και δικαιολογίες ή ακόμη και πραγματικότητες, που αλυσοδένουν τους ανθρώπους με τα δεσμά της υποδούλωσης, του εγκλωβισμού ή της σιγουριάς. «Πού να ψάχνω τώρα;»
Πρέπει να ζήσουμε
Πού στέκεσαι, όμως εσύ, ο ξεχωριστός, ο μοναδικός και σημαντικός άνθρωπος, γυναίκα ή άνδρας; Πώς μπορείς να επιζήσεις, να είσαι θετικός, χαρούμενος, ακόμη κι αν όλα γύρω σου φαντάζουν δύσκολα, και είναι δύσκολα; Μέσα στις πολλές σκέψεις που κατακλύζουν το μυαλό μου και περνούν σαν εικόνες κινηματογραφικής ταινίας από μπροστά μου, απορώ γιατί πρέπει να ζω, να εργάζομαι και να δημιουργώ σε αυτήν την κοινωνία, των θυμωμένων, τοξικών και μίζερων ανθρώπων; Σε μια κοινωνία που θεωρούσε πως τα είχε όλα, ποτέ όμως τα σημαντικά, και που τώρα πιστεύει πως γκρεμίστηκαν σαν τους δίδυμους πύργους.
Τουλάχιστον εγώ το αποφάσισα. Πως πρέπει να ζήσω, να γεράσω, να συνεχίσω να δημιουργώ, ακόμη και να αφήσω την τελευταία μου πνοή, εδώ στη δική μου πατρίδα.
Είμαι σίγουρη πως ο καθένας από σας κάμνει σοβαρές σκέψεις για τη δική του επιβίωση και την επιβίωση των παιδιών του και της οικογένειάς του, σε αυτήν την πατρίδα που δεν την αφήνουν ποτέ να ησυχάσει.
Εγώ είμαι σίγουρη πως θέλω να ζήσω σε αυτήν την βασανισμένη πατρίδα, ακόμη κι αν περνά από το μυαλό μου να πάρω τις βαλίτσες μου και να φύγω, σε άλλη γη σ’ άλλα μέρη, όπως θα έλεγε και ο τραγουδοποιός.
Κι, όμως, εδώ υπάρχουν ακόμη πολλά που τόσο καιρό δεν τα βλέπαμε, δεν τα έβλεπα, δεν τα βλέπατε.
Ο ήλιος, η θάλασσα, το βουνό, η φύση, τα γραφικά χωριουδάκια. Οι άνθρωποι της, όσοι δεν βασανίζονται από τα πολλά κι αυτά που έχασαν και που υπολογίζουν πως θα χάσουν.
Μας τάραξαν στις ειδήσεις
Εκεί που οι σκέψεις περνούν φευγάτες όπως πάντα, βομβαρδίζομαι όπως όλοι με τις καταιγιστικές ειδήσεις, που ποτέ δεν τις φτάνεις και δεν σε φτάνουν. Ακόμη και να δουλεύεις 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, δεν μπορείς να τις παρακολουθείς.
Όσο και να μην το θέλω, άλλο τόσο με κατατρέχουν. Η οικονομία και τα γεγονότα της, οι παρενέργειες και η αλυσίδα της, η Τρόικα, η Ευρώπη, η Ευρωζώνη, η Ελλάδα, το δολάριο, το φράγκο, το ρούβλι και το ευρώ. Οι εκποιήσεις, το χρέος, τα δημόσια οικονομικά, οι δανειστές, τα συμφέροντα, οι μεγάλοι του συστήματος, τα σκάνδαλα, οι ιδιωτικοποιήσεις. Ποιοι θα καταδικαστούν και ποιοι θα ξεφύγουν, μάλλον ποιους θα τους … κρύψουν;
Συλλογίζομαι, συχνά, πώς μπορούν όλοι εκείνοι που διαχειρίζονται τα θέματα αυτά να βγαίνουν σώοι και αβλαβείς και να παλεύουν για να επιβιώσουν. Πώς μπορούν να διαχειρίζονται τη δική τους ζωή, ζώντας και παλεύοντας μέσα σε όλα αυτά τα αγχωτικά, αυτές τις πονεμένες ιστορίες. Πόσες ακόμη αντοχές θα μαζεύουν γιατί έτσι επιβάλλει το καθήκον και οφείλουν να κρατάνε ακόμη… Θερμοπύλες. Αν έμειναν ακόμη έστω κάποιοι από τους τριακόσιους του Λεωνίδα.
Και όπως έλεγε και ο μεγάλος Καβάφης «και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».
Οι σκέψεις μου για τον τόπο, πού πάει, γυροφέρνουν το μυαλό μου. Οι σκέψεις μου για τους ανθρώπους, τους νέους που θα τους παραδώσουμε μια πατρίδα χωρίς μέλλον, και τους ηλικιωμένους που θα αφήσουν τη τελευταία τους πνοή σε έναν τόπο που τον πόνεσαν, πάλεψαν για να τον κρατήσουν αλλά θα τον παραδώσουμε κουρελιασμένο και στραπατσαρισμένο, γυροφέρνουν σαν τη σβούρα.
Ύστερα πάλι συνεχίζω να πιστεύω στα όνειρα, όπως τα παιδιά που πιστεύουν σε νεράιδες και βασιλοπούλες, και αισθάνομαι πως η ζωή είναι γλυκιά και τίποτα και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μας την κουρεύει.
Δικαιούμαστε να ζήσουμε το πρώτο χαμόγελο του παιδιού ή του εγγονιού μας, να το πάρουμε στην αγκαλιά μας και να νιώσουμε περήφανοι που φτάσαμε ως εδώ.
Δικαιούμαστε να χαμογελάμε, να λέμε καλημέρα και να μας την ανταποδίδουν, χωρίς μιζέριες και μουτρωμένα πρόσωπα.
Εγώ αποφασίζω να ζω τα όνειρά μου χωρίς όρια, ακόμη κι αν οι άλλοι μου προβάλλουν χίλια μύρια εμπόδια και δυσκολίες.
Είμαι σίγουρη, πως ακόμη κι αν λεηλατήσουν τα πάντα, μπορώ να χαίρομαι τα μικρά κι ασήμαντα, να απολαμβάνω τη φύση, τη λιακάδα, την αλμύρα της θάλασσας, τον ήλιο και τη μυρωδιά της εξοχής.
Να βλέπω τους αγαπημένους μου να προοδεύουν και να είμαι και εγώ χαρούμενη με τις δικές τους χαρές.
Να μεγαλώνω, να ωριμάζω και να βάζω μυαλό, να ζω εκείνα που δεν έζησα.
Αργά το κατάλαβα πως η ζωή είναι στιγμές, και ακόμη και οι μικρότερες έχουν μεγάλη σημασία.
Ζω για ένα χαμόγελο και μια αγκαλιά, για να σκέφτομαι και να γράφω, για να πίνω το καπουτσίνο μου στην πλατεία της Φανερωμένης ή να οδηγώ προς το βουνό για να συγκεντρώνω δυνάμεις.
Συνεχίζω να ελπίζω πως κάποια στιγμή όλα θα πάνε καλά, όλα αντέχονται και στη ζωή νικούν οι επιμένοντες.
Ξέρω πως πολλοί, κλεισμένοι μέσα στους φόβους και τις ανασφάλειές τους, την πεζή ζωή τους, που στην πραγματικότητα τη θεωρούν πάντοτε μίζερη και δυστυχισμένη ακόμη κι αν το κρύβουν, αλλά από την άλλη δεν θέλουν να την αλλάξουν, θα σκέφτονται: « Εμείς χανόμαστε και εσείς ζείτε εκτός τόπου και χρόνου. Mας τα λέτε, μας τα λένε αλλά ελάτε στη θέση μας!».
Όλοι είμαστε άνθρωποι. Όλοι έχουμε προβλήματα, άλλοι περισσότερα και άλλοι λιγότερα. Όλοι είχαμε ή έχουμε όνειρα, στόχους. Άλλοι έζησαν τη ζωή τους, άλλοι ακόμη τώρα αρχίζουν και άλλοι βρίσκονται μεσοστρατίς.
Είμαστε όλοι άνθρωποι και όλοι παλεύουμε για να επιβιώσουμε. Άλλοι για να βρουν δουλειά, να πάρουν πτυχίο, να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα σπουδάσουν, άλλοι πάλι για να διαχειριστούν τα χρέη τους.
Θυμώνουμε που βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους που δεν τους καίγεται καρφί. Απολαμβάνουν τα λάφυρά τους, για τα οποία κλαίγονται, συνεχίζουν να λεηλατούν, να κλέβουν, να κατασπαράζουν. Προσδοκούν να φέρουν σε πέρας το έργο τους. Ποιος τολμά να τα βάλει μαζί τους;
Ίσως να φαντάζουμε ονειροπόλοι και ιδεαλιστές στα μάτια των πολλών. Κι όμως, δεν είμαστε. Προσπαθούμε να μαζεύουμε δυνάμεις για μια αξιοπρεπή ζωή, με το κεφάλι πάντοτε ψηλά. Μια ζωή που δεν θα την κλείνουμε μέσα στην τσιγκουνιά και τη μιζέρια, κλαίγοντας τους χαμένους θησαυρούς όπως τον γεροτσιγκούνη, αλλά ατενίζοντας τον ουρανό περιμένοντας πως κάποια μέρα, εμείς ή τα παιδιά μας, θα βγούμε και πάλι νικητές!