Η πληρότητα μιας αληθινής καρδιάς
Κι όμως θα τα καταφέρουμε. Γιατί το θέλουμε, γιατί μπορούμε, γιατί πρέπει να μαζέψουμε δυνάμεις για την επόμενη χρονιά. Ακόμη κι εσύ που μεμψιμοιρείς συνέχεια, και εγώ το κάνω, μάζεψε τις δυνάμεις σου, δες τη ζωή αλλιώς και προχώρα
Της Χρύσως Αντωνιάδου
Χάραμα. Ανοίγω τα μάτια. Τραβώ με το αριστερό χέρι το κομοδίνο και ψάχνω το κινητό για να δω την ώρα. Πάει 3.30 το πρωί. Ακούω στο βάθος του διπλανού δωματίου το ροχαλητό του σκύλου μου, και είμαι σίγουρη πως κοιμάται του καλού καιρού. Ή, τουλάχιστον, κάνει πως κοιμάται. Έτσι κι αλλιώς για φύλακα τον πήρα, και φύλακα τον θέλω.
Το δεξί χέρι έχει και πάλι παραλύσει. Μουδιάζει. Παρωδικό αλλά πονεμένο… Το συνήθισα πια. Όπως και εκείνη την καταραμένη την κόπωση, που τυλίγει το σώμα και το παραλύει μέρα μεσημέρι και μετά χάνεται και πάλι από την αρχή… μέχρι την επόμενη μέρα.
Ακούω τη βροχή έξω από το παράθυρό μου και αγαλλιάζει η ψυχή μου. Λατρεύω τη βροχή, λατρεύω τον χειμώνα, τις όμορφες και ήσυχες μέρες των γιορτών, τη μυρωδιά του πεύκου στον διπλανό πεζόδρομο, ακόμη και τις λάσπες κάτω από τα παπούτσια. Τον σκύλο που τρέχει στην αυλή, χώνει τη μουσούδα του στη λάσπη, γεμίζει τα ποδαράκια του και μου τα… φέρνει στο σπίτι. Δεν του θυμώνω, δεν του βάζω τις φωνές. Ξέρω ότι είναι ο αρχηγός του σπιτιού, αυτός ζει εδώ περισσότερο από μένα, και τον ανέχομαι.
Η αληθινή καρδιά
Χαράματα. Ησυχία, ηρεμία, μια ανέκφραστη γαλήνη. Ανοίγω το ξεχασμένο βιβλίο που βρίσκεται μόνιμα στο κομοδίνο, μέχρι να το διαδεχθεί το επόμενο, και ρουφώ το γράψιμο της Μάρως Βαμβουνάκη, στο βιβλίο της «Ο τελευταίος Πολωνός»: «Η πληρότητα μιας αληθινά καλής καρδιάς, μιας ταπεινής καρδιάς, δεν έχει να διατυμπανίσει τίποτα. Δεν έχει ανάγκη από ακροατές όταν εξομολογείται. Πολύ περισσότερο, απεχθάνεται τα χειροκροτήματα. Οι προσευχές, είτε για δέηση πρόκειται είτε για δοξολογία, είναι βουβές και μοναξιασμένες, δεν μετρούν εισιτήρια στα ταμεία».
«Αληθινή καρδιά;» συλλογίζομαι. Ποια είναι τελικά η αληθινή καρδιά; Η κρυστάλλινη, η καθάρια, η έντιμη; Δυσκολεύομαι να δώσω απάντηση, λες και μου έβαλαν το δυσκολότερο ερώτημα. Καρδιές πολλές, μικρές και μεγάλες, από μικρούς και μεγάλους ανθρώπους, πονεμένες, δυστυχισμένες, χαρούμενες και ευχάριστες! Όμως, αληθινή καρδιά; Ίσως αληθινοί άνθρωποι;
Kαι πού είναι τα όρια της αλήθειας; Ίσως και να μου πει κάποιος πως η αλήθεια έχει δυο πρόσωπα, ή και πολλά… Δεν υπάρχει μόνο άσπρο ή μόνο μαύρο, υπάρχουν και ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Να αφήσει τα βαριά σακιά
Κλείνω το φως και γυρνάω στο πλευρό. Ο ύπνος είναι το φάρμακο για κάθε ασθένεια. Αφήνω το μυαλό μου να ξεμαγκώσει από τα «πρέπει» και τα «δεν», τα «αύριο έχω…», επιτρέπω στον εαυτό μου να ταξιδέψει στη νέα χρονιά, να αφήσει πίσω του τα βαριά σακιά της φετινής χρονιάς και να ζήσει, έστω νοερά, τη μαγεία μιας άλλης, καλύτερης χρονιάς. Μιας γεμάτης χρονιάς.
Ξημερώνει. Βλέπω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και αναζητώ μιαν απάντηση: «Πού βρίσκομαι και πού πάω;». Άλλος ένας χρόνος περνά, σαν φτερά στον άνεμο. Ακόμη ψάχνονται για τους υπαίτιους της χρηματοοικονομικής κρίσης, του ξηλώματος του τραπεζικού συστήματος και του κουρέματος.
Περνά ο καιρός και κοντεύουμε να ξεχάσουμε και πάλι. Βουλιάζουμε, όπως πάντα όταν πέσουν οι πρώτες βροχές και δεν καταφέρνουμε να βγάλουμε τα νερά έξω από το σπίτι. Παραμένουμε ακόμη στο μεγάλο και στο πολύ, περιμένοντας να επιστρέψουμε στις παλιές εποχές της ψεύτικης ευμάρειας…
Όπου να ‘σαι φεύγει άλλη μια χρονιά. Άλλος ένας χρόνος προστίθεται στην πλάτη μας, που πλέον συνήθισε να κουβαλά τα βαριά και ασήκωτα χρέη, τους λογαριασμούς, τις υποχρεώσεις…
Μπορούμε να τα καταφέρουμε
Κι όμως θα τα καταφέρουμε. Γιατί το θέλουμε, γιατί μπορούμε, γιατί πρέπει να μαζέψουμε δυνάμεις για την επόμενη χρονιά. Ακόμη κι εσύ που μεμψιμοιρείς συνέχεια, και εγώ το κάνω, μάζεψε τις δυνάμεις σου, δες τη ζωή αλλιώς και προχώρα. Είσαι ό,τι σκέφτεσαι, και σκέφτεσαι συνήθως το κακό, το άσχημο, το δύσκολο. Κι όμως η ζωή έχει και χαρές. Μπορεί να είναι μικρές, ψίχουλα, μπορεί να είναι υποσημειώσεις στο ημερολόγιο της ζωής σου, όμως είναι χαρές. Πολλές μικρές χαρές κάνουν πιο μεγάλες, και μετά πιο μεγάλες και μετά έρχεται η μεγάλη χαρά.
Σκέψου το και λίγο αλλιώς. Δεν έχεις την υγεία σου, τα παιδιά σου δεν είναι καλά, οι δικοί σου άνθρωποι είναι ζωντανοί και υγιείς; Μπορείς να σηκώνεσαι από το κρεβάτι, να ντύνεσαι, να πηγαίνεις στη δουλειά σου, έχεις ακόμη δουλειά, να πληρώνεσαι και να ζεις μια ζωή καλή; Μπορεί να μην είναι όπως παλιά, μπορεί να μην είναι η ζωή που ονειρεύτηκες, αλλά τη ζεις. Είναι υποφερτή.
Έτσι κι αλλιώς, βρίσκεσαι κι εσύ κι εγώ και όλοι μας, σε μια κλωστή που με μια μικρή λάθος κίνηση κόπηκε… Πάει, έφυγες…
Ζήσε, παίξε σαν παιδί
Γι’ αυτό ζήσε! Παίξε σαν παιδί, γέλα, χαμογέλα, τραγούδα, φώναξε. Απόλαυσέ το όσο μπορείς. Αύριο ίσως και να μην μπορείς να κάνεις όλα αυτά που θεωρείς δεδομένα, γιατί τίποτε στη ζωή δεν είναι σίγουρο και δεδομένο. Τη μια στιγμή ζεις, την άλλη σου κάνουν το σαρανταήμερό σου!
Εκεί καταλήγω λοιπόν: «Η πληρότητα μιας αληθινά καλής καρδιάς, μιας ταπεινής καρδιάς, δεν έχει να διατυμπανίσει τίποτα. Δεν έχει ανάγκη από ακροατές όταν εξομολογείται». Mια αληθινή καρδιά έμαθε, συνήθισε, εκπαιδεύτηκε ή ακόμη και γεννήθηκε για να χαίρεται όλα αυτά που της δίνει η ζωή, ακόμη και τα δύσκολα που της έρχονται. Όλα αυτά που είναι ανέξοδα. Η αληθινή καρδιά δεν θέλει τα ακριβά και πλούσια, δεν ζητά ανταλλάγματα, δεν βάζει όρους ή μεγάλα όρια. Μιλά από μόνη της.
Γεννιόμαστε και βλέπουμε με την καρδιά μας. Όμως χάνουμε την επαφή με τον εαυτό μας, το μικρό παιδί που έχουμε μέσα μας, χάνοντας ταυτόχρονα και την καρδιά μας.
Ανακάλυψε λοιπόν το μικρό παιδί που όλοι έχουμε μέσα μας, ξεκλείδωσε την καρδιά σου που ίσως την άφησες για πολύ καιρό σε αχρηστία και μάγκωσε, και μάθε να βλέπεις στους ανθρώπους το μεγαλείο τους… Την ψυχή και την καρδιά που κρύβονται σαν εφτασφράγιστα μυστικά και ομολογώ, πολύ δύσκολα τα ξεκλειδώνουμε.
Μάθε να ψάχνεις στον καθένα και την καθεμιά εκείνο που κρύβει βαθιά η αληθινή καρδιά! Και τότε ίσως να συμφωνείς όπως κάνω και εγώ πως «η πληρότητα μιας αληθινά καλής καρδιάς, μιας ταπεινής καρδιάς, δεν έχει να διατυμπανίσει τίποτα».