Κάποιος να με ακούσει, βρε παιδιά!
Έχω ένα μεγάλο θέμα με τους μίζερους ανθρώπους. Δεν μπορώ πια να τους αντέξω με τίποτα. Και όταν λέω με τίποτα! Δεν μπορώ να αντέξω το μαύρο το δάκρυ τους, την κατήφεια στο πρόσωπό τους, τη στενάχωρη την όψη τους, τα μονίμως μαυρισμένα τα μάτια τους.
Δεν αντέχω τους ανθρώπους που κλαίγονται, που κλαίνε και προσπαθούν να κάνουν και τους άλλους να κλαίνε. Ή καλύτερα, κάνουν το παν για να σε πάρουν από κάτω, να σε τραβήξουν με τα νερά τους, να σε παρασύρουν στον ωκεανό των δακρύων τους.
Δεν αντέχω τα μικρά φοβισμένα ανθρωπάκια που συμπεριφέρονται σαν μικροί δικτάτορες. Δεν σε αφήνουν να αναπνεύσεις, να ανασάνεις, να χαρείς τις μικρές χαρές της ζωής, να σκεφτείς με την καρδιά και την ψυχή σου, να δεις την άλλη, την ομορφότερη πλευρά της ζωής.
Δεν αντέχω τα μικρά και δυστυχισμένα ανθρωπάκια που τους κούρεψαν 200 ευρώ και ρίχνουν μαύρο δάκρυ, σαν να έχουν κάθε μέρα κηδεία στο σπίτι τους. Τι τους νοιάζει εάν ο γείτονας δεν έχει δουλειά και δυο μικρά μωρά να μεγαλώσει;
Δεν μπορώ τα δυστυχισμένα και νεκρά πλάσματα του θεού που δεν μπορούν να αντέξουν την πείνα των 4000 ευρώ τον μήνα! Τι θα πουν τα δυο παιδιά που τέλειωσαν το Πανεπιστήμιο εδώ και τρία χρόνια και ψάχνουν ακόμη;
Μαύρη σαν τον χάρο
Η μέρα μου πάει στραβά άμα ανοίξω την πόρτα και δω μπροστά μου γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, έτοιμη να πάει στην …κηδεία του αγαπημένου της. Δεν την αντέχω να κατσουφιάζει, να κρεμάει τα μούτρα από το πρωί και να βαριέται να σου πει ένα γεια, ένα καλημέρα.
Δεν αντέχω τα μικρά και ασήμαντα ανθρωπάκια που ντύνονται πίσω από τα ψεύτικα ακριβά τους ρούχα για να κρύψουν τη γύμνια της ψυχής τους, κορδώνουν σαν τον πετεινό και παίρνουν ύφος γαλοπούλας για να καλύψουν τα κενά και τις ανασφάλειές τους.
Κι, όμως, όλο και συχνότερα συναντούμε μίζερους, δυστυχισμένους, οργισμένους ανθρώπους που αν μπορούσαν να σκεφτούν λογικά, εάν έβαζαν το χέρι στην καρδιά τους, θα έπρεπε να δοξάζουν τον θεό και το σύμπαν που είναι ακόμη ζωντανοί. Που μπορούν να σηκώνονται το πρωί, να περπατούν, να πηγαίνουν στη δουλειά τους, να εργάζονται, να πληρώνονται.
Κάποτε διάβασα κάπου πως τα φοβισμένα ανθρωπάκια είναι χειρότερα κι από τους τυράννους. Καταφέρνουν να σε χειραγωγήσουν, να σε ρίξουν, να σου φορτώσουν τον αρνητισμό και τις ανασφάλειές τους, τις φοβίες και την οργή τους για να αισθάνονται εκείνοι καλά και εσύ χειρότερα.
Πόσες φορές την πάτησα με τέτοιους ανθρώπους και πόσες φορές συνεχίζω να την πατώ! Όπως έλεγαν και οι παλιοί το χούι δεν αλλάζει. Και εγώ έχω ένα μεγάλο ταλέντο να ελκύω όλους τους μίζερους και δυστυχείς του κόσμου τούτου.
Κάποια φίλη ψυχολόγος μου είπε κάποτε πως τα καταφέρνεις γιατί έχεις καλό αυτί, ξέρεις να ακούεις!
Άκουσον – άκουσον
Αχ εκείνα τα αυτιά μου πόσα ακούνε και πόσα ακούσανε μέχρι τώρα! Από το πολύ το άκουσον – άκουσον, κάθε λίγο και λιγάκι τρέχω στον ωτορινολαρυγγολόγο, για να μου τα ανοίξει, γιατί βουλώνουν από το κερί, για να ακριβολογώ σταματούν να λειτουργούν από τις μιζέριες, τις ανασφάλειες, τις κατινιές.
Όταν πάλι λέω να βάλω ωτοασπίδες και να τα κλείσω – για να είμαι σωστότερη για να κλείσω εκείνο το ρημάδι το κινητό, που καταριέμαι κάποτε – κάποτε εκείνον που το εφηύρε – για να ησυχάσω από τους μπελάδες, βρίσκομαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. «Μας ξέχασες, και δεν μας θέλεις, και δεν μας ακούς, και έχουμε προβλήματα και σε ποιον να τα πούμε!».
Φυσικά εννοείται. Ποιος και ποια είναι διατεθειμένοι να ακούσουν τον δικό μου …πόνο, τις δικές μου ανασφάλειες, τα δικά μου θέλω και μπορώ, τους δικούς μου προβληματισμούς κι ανησυχίες; Μήπως ακούει και κανείς σήμερον ημέρα; Ευτυχώς που υπάρχει κι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και τρελαίνεται, αλλά ακόμη λειτουργεί κι ας είναι καλά τα χέρια μου που γράφουν ακόμη. Δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί…
Σιωπή και υπομονή…
Ακούω πολλούς φίλους από το εξωτερικό να λένε πως εμείς εδώ στην Κύπρο φλυαρούμε συνέχεια, και κλαίμε, και μουρμουρούμε, και μιλάμε και δεν σταματούμε. Εγώ να δείτε πόσο λαλίστατη γίνομαι όταν μου δοθεί η ευκαιρία!
Η πείρα και η γνώση, όμως, με έκαναν να πιστεύω πια πως δεν λύνεις τα προβλήματα και τα θέματά σου φλυαρώντας ακατάπαυστά σαν την κουτσομπόλα της γειτονιάς που δεν έχει δουλειές και γυρίζει τους δρόμους, αλλά με τη σιωπή.
«Η σιωπή είναι χρυσός» έλεγαν και οι πρόγονοι μας και φαίνεται πως είχαν δίκαιο, για να προσθέσω και το μεγάλο «Υπομονή» του φίλου μου.
Βέβαια προσωπικά, άλλα σας γράφω και άλλα κάνω αρκετές φορές, καθώς εκ της φύσεως μου όντας άτομο ανυπόμονο, θέλω να ψεκάζω, να σκουπίζω και να τελειώνω. Εκ των υστέρων βέβαια οι σοφές αποφάσεις λαμβάνονται με υπομονή…
Έτσι, λοιπόν, που λέτε, τις τελευταίες βδομάδες, λίγο η ακοή μου, λίγο η στραβομάρα μου μού χτύπησαν το καμπανάκι του κινδύνου. Επιτέλους βάλε μυαλό και σταμάτα να … λύνεις τα προβλήματα των άλλων. «Πήγες και εκπαιδεύτηκες στο Life Coaching, έδωσες ένα σωρό λεφτά για να έχεις τα κατάλληλα προσόντα, χρέωνε. Όλα τσάμπα τα δίνεις;».
Εκεί, λοιπόν, που έψαχνα τη λύση στις … χρεώσεις, έκανα την επανάστασή μου, και αποφάσισα. Ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, ή καλύτερα, όπως έλεγε και ο αμερικανός δημοσιογράφος, Walter Winchell «πραγματικός φίλος είναι αυτός που έρχεται κοντά όταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος απομακρύνεται».
Για να μάθετε πριν να πάθετε, βουλώστε και εσείς τα αυτιά στους φίλους και ανοίξτε τα μάτια της καρδιάς σας σε εκείνους που μπορεί να είναι μακριά και να τους βλέπετε αραιά αλλά μόνο με την καθησυχαστική κουβέντα «μην ανησυχείς…» ξέρετε πως είναι εκεί για σας.
Αν θέλετε πάλι να ξεσκονίσετε την ατζέντα σας, κάνει καλό στην υγεία κατά καιρούς, διαγράψτε περιττά τηλέφωνα από το καρνέ και στο κινητό σας και πάρτε βαθιές αναπνοές. Οι λίγοι και καλοί ή καλύτερα οι λίγοι και σημαντικοί, κάνουν καλό στην υγεία, στην μακροημέρευση ή τη μακροζωία. Όπως λέει και ο μελωδός «σε όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε».