Πάλεψε και κέρδισε τα όριά σου
Της Έλενας Καμπισοπούλου*
Τα υγιή όρια μάς προστατεύουν από το να γίνουμε αντικείμενο χειραγώγησης, να παρασυρθούμε από τις ανάγκες και τα συναισθήματα του άλλου ή ακόμη και να συγχωνευτούμε με αυτόν, με κίνδυνο να «χάσουμε» τον εαυτό μας. Μας βοηθούν να ξεχωρίσουμε τις δικές μας σκέψεις και συναισθήματα από αυτά του άλλου, να πάρουμε την ευθύνη γι’ αυτά που σκεφτόμαστε, νιώθουμε και κάνουμε και ταυτόχρονα να μην παίρνουμε την ευθύνη για αυτά που ο άλλος σκέφτεται, νιώθει και κάνει.
Τα υγιή όρια είναι αρκετά ελαστικά ώστε να μας επιτρέπουν να ερχόμαστε κοντά με τον άλλο όταν χρειάζεται και να διατηρούμε την απόσταση όταν κινδυνεύουμε να πάθουμε κακό ερχόμενοι πολύ κοντά. Μας προστατεύουν από το να εμπλακούμε σε κακοποιητικές σχέσεις και στρώνουν το δρόμο για να μπορέσουμε να απολαύσουμε πραγματική οικειότητα, την ανάποδη όψη της απόλυτης ανεξαρτησίας, καθώς αρχίζουμε να αναπτυσσόμαστε σε αλληλεξάρτηση με τον άλλο.
Μη υγιή όρια
Τα μη υγιή όρια είναι συνήθως αποτέλεσμα της ανατροφής μας μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου η ωρίμανση και η διαδικασία της ατομικοποίησης δεν έχει ευνοηθεί και το παιδί δεν έχει γίνει σεβαστό ως άτομο. Αυτό έχει συχνά να κάνει με ανεκπλήρωτες ανάγκες των γονιών που θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις ανάγκες του παιδιού για ασφάλεια και σεβασμό. Σε τέτοιες καταστάσεις, το παιδί είναι πιθανό να μάθει ότι τα όρια δεν είναι σημαντικά και να ενδοβάλλει την πεποίθηση ότι, ως άτομο δεν αξίζει παρά μόνο εφόσον είναι χρήσιμο για να ικανοποιεί τις συναισθηματικές ανάγκες των άλλων.
Το παιδί χρειάζεται ασφάλεια και υποστήριξη για να μπορέσει να αναπτύξει μια υγιή αίσθηση της ταυτότητάς και της ατομικότητάς του. Όταν δεν την έχει είναι πιθανό να μεγαλώσει με ρευστά όρια, που το κάνουν να ταλαντεύεται μεταξύ συναισθημάτων συγχώνευσης από τη μια και εγκατάλειψης από την άλλη, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να δημιουργήσει υγιείς σχέσεις αργότερα στη ζωή του, αφού μοιάζει να είναι θολό το που τελειώνει ο εαυτός του και που αρχίζει ο άλλος.
Ρευστά όρια
Έτσι, ορισμένες φορές, παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον με ρευστά όρια μπορεί να μάθουν ότι για να καλύψουν τις ανάγκες τους χρειάζεται να εισβάλλουν στα ψυχικά όρια του άλλου, όπως συνέβη και στους ίδιους. Ή μπορεί να μάθουν ότι για να επιβιώσουν από τον «άλλο» χρειάζεται να χτίσουν όρια ανελαστικά και άκαμπτα, ένα τείχος που να τους προστατεύει, έτσι που να δυσκολεύονται να δημιουργήσουν στενές διαπροσωπικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή καθώς ακόμη βρίσκονται σε μια διαδικασία εξατομίκευσης σε σχέση με τους γονείς τους.
Ο τρόπος που μεγαλώσαμε έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας. Όσο ήμασταν παιδιά η ευθύνη για το μεγάλωμά μας δεν ήταν δική μας, ήταν κυρίως των γονιών μας. Από ένα σημείο κι έπειτα ωστόσο και ειδικά από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι πράγματα από το παρελθόν μας εμποδίζουν να δημιουργήσουμε και να απολαύσουμε τη ζωή που θέλουμε, η ευθύνη είναι σε εμάς. Αυτό ισχύει και για τα ψυχικά μας όρια.
Πώς η έλλειψη υγιών ορίων αντανακλάται στις σχέσεις μας;
Η έλλειψη υγιών ορίων συχνά αντανακλάται στις σχέσεις μας με τις παρακάτω ενδείξεις:
Μπορεί να νιώθουμε την έλλειψη μιας ξεκάθαρης ταυτότητας του εαυτού μας.
Όταν δεν έχουμε μια ξεκάθαρη αίσθηση της ταυτότητάς μας και των ορίων του εαυτού μας, τείνουμε να αντλούμε την αίσθηση της αυτοαξίας μας από το σύντροφό ή το σημαντικό άλλο, όπως κάναμε και ως παιδιά, βασίζοντας την αξία μας στις αντιλήψεις των σημαντικών άλλων για εμάς. Σε αυτήν την περίπτωση, έχοντας δυσκολία να αντλήσουμε επιβεβαίωση από μέσα μας, αναζητούμε την επιβεβαίωση από τον άλλο και είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε σχεδόν οτιδήποτε για να λειτουργήσει η σχέση, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι παραμελούμε την συναισθηματική μας ασφάλεια, την ακεραιότητα, τον αυτοσεβασμό, την ανεξαρτησία μας, τους φίλους μας, τη δουλειά μας. Μπορεί να αναλαμβάνουμε ευθύνες που δεν είναι δικές μας και να νιώθουμε ενοχές.
Υπεύθυνοι για τη δυστυχία
Αν σαν παιδιά νιώθαμε ή μας έκαναν να νιώθουμε υπεύθυνοι για την ευτυχία ή τη δυστυχία, των άλλων μελών της οικογένειας είναι πιθανό ως ενήλικες να αισθανόμαστε ότι είμαστε υπεύθυνοι για την ευτυχία ή τη δυστυχία του συντρόφου μας. Όταν αυτός/ή αποτυγχάνει, η ψυχική μας ταύτιση με τη δική του εμπειρία μπορεί να μας κάνει να καταλύουμε τα όρια μας και να είμαστε έτοιμοι να παραχωρήσουμε τους πόρους (τον εαυτό μας, την ενέργεια, το χρόνο, τα χρήματα), έτσι ώστε να τον απαλλάξουμε από τα οδυνηρά συναισθήματα που νιώθει και τα οποία βιώνουμε σα να είναι δικά μας.
Μπορεί να θέλουμε να τον/τη σώσουμε
Εφόσον νιώθουμε υπεύθυνοι για την ευτυχία ή τη δυστυχία του μπορεί μα προσπαθούμε με κάθε τρόπο να τον/την ανακουφίσουμε ακόμη και να τον/την σώσουμε από τις συνέπειες των επιλογών του/της. Είναι πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο τα παιδιά να καταλύουν τα προστατευτικά τους όρια προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να φροντίσουν το δυσλειτουργικό γονιό, αναπληρώνοντας έτσι με έναν τρόπο το ρόλο του συζύγου. Στην ενήλικη ζωή τείνουν να μεταφέρουν αυτό το πρότυπο και στις δικές τους σχέσεις.
Μπορεί να πιστεύουμε ότι αν σώσουμε τον/την σύντροφό μας από τις συνέπειες των επιλογών του/της, αν τον/την συγχωρέσουμε δείχνουμε αγάπη. Στην πραγματικότητα αυτό μπορεί να τον/την ενθαρρύνει να είναι ακόμη περισσότερο απαιτητικός συναισθηματικά και να διαιωνίσει την αρνητική συμπεριφορά. Συχνά, αυτό οδηγεί σε μια ανισορροπία στις σχέσεις όπου ο ένας γίνεται ο σωτήρας ή ο διευκολυντής και ο άλλος παίζει τον ρόλο του αβοήθητου θύματος.
Μπορεί να συμβιβαζόμαστε με λιγότερα
Όταν δεν προστατεύουμε τα όρια μας είναι τελικά πιθανό να έχουμε συμβιβαστεί, μένοντας σε πεποιθήσεις του τύπου «εντάξει, δεν είναι κι άσχημα», «η αλλαγή είναι τρομακτική και δύσκολη», «δεν μου αξίζει κάτι καλύτερο», «η ζωή θέλει θυσίες», «πόσα να ζητήσει κανείς». Όχι μόνο εγκαταλείπουμε τα όνειρα και τα πράγματα που αξιώναμε για τον εαυτό μας αλλά και την αίσθηση της αυτοξαξίας μας προκειμένου να διατηρήσουμε την ασφάλεια στη σχέση. Στην πραγματικότητα, εγκαταλείπουμε τη δυνατότητα να πραγματώσουμε το δυναμικό μας και να γίνουμε το άτομο που προοριζόμασταν να γίνουμε.
Είσαι μοναδικός/ή
Μια «υγιής» σχέση προκύπτει μέσα από τη σύνθεση δύο ατόμων, καθένα από τα οποία έχει μια ξεκάθαρα ορισμένη αίσθηση της ταυτότητάς του/της. Χωρίς την κατανόηση του εαυτού μας – του ποιος/ποια είμαι και τι με κάνει μοναδικό/ή, είναι δύσκολο να δημιουργήσουμε και να συντηρήσουμε σχέσεις οι οποίες να είναι λειτουργικές και οι οποίες, έστω κι αν τα πράγματα δεν είναι πάντα ομαλά, να αποτελούν ωστόσο ένα ασφαλές περιβάλλον το οποίο σε γενικές γραμμές να ευνοεί την ανάπτυξη μας ως πρόσωπα.
Η πιο σοφή εναλλακτική είναι να βρούμε ποιοι είμαστε και τι μας κάνει μοναδικούς και ταυτόχρονα να ευχαριστηθούμε αυτή τη διαδικασία. Να συνειδητοποιήσουμε ότι η αξία μας ως άτομα, δεν εξαρτάται από το να έχουμε ένα σημαντικό άλλο στη ζωή μας και ότι μπορούμε να λειτουργήσουμε και ως ξεχωριστά πρόσωπα.
Μόνο εάν αποδεχτούμε τον εαυτό μας γι αυτό που πραγματικά είναι με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, μπορούμε να αποδεχτούμε και τους άλλους για αυτό που είναι. Έτσι μπορούμε να έχουμε μια αληθινή δυνατότητα να δημιουργήσουμε σχέσεις ως συναισθηματικά ώριμοι ενήλικες οι οποίοι δίνουν απλόχερα από επιλογή και να πραγματώσουμε το δυναμικό μας μέσα από μια υγιή αλληλεξάρτηση με τον άλλο.
*Η Έλενα Καμπισοπούλου είναι θεραπεύτρια -ψυχολόγος και απολαμβάνει να εξερευνά ακούραστα τα υπαρξιακά ερωτήματα, που αναπόφευκτα τίθενται από τη ζωή με μια μάλλον αισιόδοξη προοπτική και τη διάθεση να αγκαλιάζει την εμπειρία με το μαγικό τρόπο που αυτή ξεδιπλώνεται.
Φωτό: in2life.gr