«Πεινάω… Πεινάω…» έγραφε η ξεθωριασμένη ταμπέλα
Της Χρύσως Αντωνιάδου
Το κρύο βραδινό αεράκι τύλιξε το πρόσωπο και το λαιμό μου. Ευτυχώς που φορούσα μπουφάν. Με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, μια μόλις βδομάδα μακριά από την Κύπρο, μια μαύρη καταχνιά σκέπασε την ψυχή μου. Την αγαπώ την Κύπρο, τη λατρεύω. Τους ανθρώπους της, τους νέους, τη θάλασσα, τη φύση.
Μα άλλος ο αέρας του ελληνικού ουρανού. Είχα μόλις πατήσει το πόδι μου, ερχόμενη από την Ελλάδα με τη βραδινή πτήση, και εκείνη η γλύκα της με συνέπαιρνε ακόμη… Η πίκρα και η απογοήτευση στα πρόσωπα των ανθρώπων, η ευγένεια των κοριτσιών στα καφέ και στα καταστήματα, οι αντοχές του Έλληνα, η θάλασσα του Πειραιά που ξυπνώ και τη βλέπω κάθε μέρα από την καφετέρια του Public. Ναι, η Ελλάδα δεν άλλαξε και δεν αλλάζει, παρά τα μνημόνια, τους εξευτελιστικούς μισθούς και τις κουρεμένες συντάξεις. Ο ουρανός, οι μυρωδιές, τα φρέσκα φρούτα του μανάβη, ο ελληνικός καφές, η παρέα της Πλατείας.
Πεινάω…
Οι σκηνές περνούν βιαστικά από τα μάτια μου και με συγκλονίζουν. Ναι, αυτή τη φορά δεν λένε ψέματα, δέχονται το φαί ως μάννα εξ ουρανού. Η ξεθωριασμένη χάρτινη ταμπέλα με τη λέξη «Πεινάω» περνά βιαστικά από μπροστά μου για να μου θυμίζει την Ελλάδα που υποφέρει. Θυμήθηκα μια συνέντευξη που διάβαζα κάποτε για το «Άξιον Εστί» και τον Οδυσσέα Ελύτη και ανέτρεξα στο διαδίκτυο. Έλεγε ο Ελύτης: «Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!
»Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να “χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσαν. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι.
»Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου “δώσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας».
Κάπως έτσι ένιωσα και εγώ τις προηγούμενες μέρες στην Ελλάδα όταν τολμούσα να πως ότι ήμουν απ’ την Κύπρο, η …γλώσσα δεν κρύβεται, και ότι περάσαμε κι εμείς κρίση, και «κούρεμα». Με κοίταζαν στα μάτια και μου έλεγαν θλιμμένα: «Ναι; και εσείς περάσατε αυτά που περνούμε εμείς; Εσείς όμως δεν έχετε τέτοια κρίση!».
Μαμά πεινάω…
Ναι, εμείς δεν έχουμε τέτοια κρίση! Δεν έχουμε ανθρώπους στους δρόμους να φωνάζουν «Πεινάω» κι άλλους να στέκονται στις ουρές για να πάρουν το λεωφορείο και να στοιβάζονται σαν σαρδέλες στο μετρό, δεν έχουμε ανθρώπους να υποφέρουν, να περιμένουν, να μιλούν για το σήμερα και να μην ξέρουν τι τους ξημερώνει αύριο. Δεν έχουμε καταστηματάρχες να πωλούν ρούχα με το κιλό για να ζήσουν, γιαγιάδες να ξεπαγιάζουν και πουλώντας κάστανα και κουλούρια και μητέρες με τα μωρά στην αγκαλιά να κάθονται με τις ώρες έξω από το φούρνο της γειτονιάς και να τους σπάει τη μύτη η μυρωδιά του κρουασάν και του ψωμιού!
Εμείς; Εμείς έχουμε μιζέρια και κατήφεια στα πρόσωπα γιατί μας κούρεψαν τον μισθό αλλά είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι και έχουμε σταθερή δουλειά, τραπεζικοί και δεν θα μας πειράξουν αν δεν θέλουμε να φύγουμε με Σχέδιο Εθελούσιας Εξόδου… Εμείς έχουμε ακόμη από ένα αυτοκίνητο ο καθένας στα σπίτιά μας, ακόμη κι αν δεν το οδηγούμε, συντηρούμε το εξοχικό για να πηγαίνουμε έναν μήνα τον χρόνο στη θάλασσα. Εμείς; Συνεχίζουμε να ζούμε στη μιζέρια των νεκρών σχέσεων, των «ευτυχισμένων» γάμων, στην παράνοια του πλουτισμού και του εύκολου κέρδους.
Εμείς; Ακόμη το παλεύουμε, πιστεύοντας πως είμαστε ο ομφαλός της γης. Το νησί της Αφροδίτης που την ερωτεύονται όλοι και που ο καθένας βγάζει το άχτι του!
Οι σκηνές των τηλεοπτικών καναλιών δεν με συγκινούν πια. Λες και συνεχίζω να πιστεύω πως είναι όλα ψέματα, παραμύθια. Κινηματογραφική ταινία τρόμου ή αστυνομικό θρίλερ. Το φονικό στο Παρίσι, οι Ρώσοι πιλότοι. Η γη συγκλονίζεται αλλά συνεχίζει να γυρίζει, οι άνθρωποι θυμώνουν αλλά επιβιώνουν και η ζωή μετρά στιγμές, κάθε στιγμή σαν νάναι η τελευταία. Όμως, ελπίζουμε και συνεχίζουμε, πιστεύοντας πως τίποτε και κανένας δεν θα μας γονατίσει, δεν θα μας ταπεινώσει και κανείς δεν θα μας κάνει λιγότερο ανθρώπους.
Με τούτη την ευχή αγκαλιά, και περιμένοντας τα απραγματοποίητα, βάζω το χέρι στην καρδιά που ματώνει για εκείνα που έχουμε και δεν τα εκτιμούμε, για εκείνα που τρέχουμε να προλάβουμε να φέρουμε στη ζωή μας, για τις χαμένες ελπίδες και τη στενοκεφαλιά μας.