Πέφτω και σηκώνομαι, έτσι είν’ η ζωή!
Της Χρύσως Αντωνιάδου
Οι τελευταίες βδομάδες είναι ιδιαίτερα πιεστικές μέχρι εξοντωτικές. Η πίεση της δουλειάς παραλύει το μυαλό και το σώμα. Οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των τραπεζών μάς έβαλαν όλους στην πρίζα. Τα αποτελέσματα βγήκαν αλλά οι φουρτούνες δεν λένε να κοπάσουν. Μαζί με αυτές, ούτε και εμείς.
Οι μοναδικές ανάσες και οι λιγοστές βαθιές αναπνοές που παίρνω είναι όταν βγάζω τον σκύλο μου περίπατο, ή όταν κάμνω διάλειμμα για ένα βιαστικό καπουτσίνο ή ακόμη όταν χαλαρώνω στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, αργά το βράδυ. Τις περισσότερες φορές κοιμάμαι και ξυπνώ, χαμένη στην αίσθηση του χρόνου. Είναι τότε που ξεχνιέμαι, θυμάμαι και ζω όλα όσα δεν κατάφερα να ζήσω όλη τη μέρα.
Τις τελευταίες βδομάδες ο χρόνος είναι περιορισμένος και σχεδόν ανύπαρκτος για τα υπόλοιπα. Μου θυμίζει κάποιες άλλες παλιές εποχές όταν δουλεύαμε από το πρωί μέχρι τα μεσάνυκτα, στους έντονους εξοντωτικούς ρυθμούς των ωραρίων των εφημερίδων.
Μυρίζει Χειμώνας
Η μυρωδιά της βροχής μπαίνει από το παράθυρο του γραφείου μου, ο πεύκος στον πεζόδρομο δίπλα από το σπίτι μου μυρίζει χειμώνα και το πρώτο χαλάζι μου ξύπνησε τη μυρωδιά της φουκούς με τα κάστανα. Ο καιρός αλλάζει.
Το βιβλίο με τα χρονογραφήματά μου είναι έτοιμο για το τυπογραφείο αλλά δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να το εκδώσω. Πώς να συγκεντρώσω χρήματα, όταν οι φόροι και τα τέλη δεν μου αφήνουν ούτε ένα ευρώ μέσα στο πορτοφόλι, όταν ο Οκτώβρης είναι ο μήνας των λογαριασμών, όπως τον αποκαλώ, και όταν η τσέπη μου είναι μονίμως άδεια τον τελευταίο χρόνο.
Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι πολύ καλά, δυνατή και ατρόμητη, όπως θα έλεγε ένας αγαπημένος φίλος, αλλά ίσως να είναι από τις λίγες φορές που σκέφτομαι πως σύντομα θα γονατίσω, όπως και πολλοί άλλοι. Από το μυαλό μου περνούν διάφορες σκέψεις, απόψεις φίλων αναγνωστών, που αισθάνονται την ανάγκη να βγάλουν την οργή τους γι’ αυτά που βλέπουν και ακούνε, που συμβαίνουν γύρω τους τον τελευταίο καιρό. Χαίρομαι που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που οργίζονται, φωνάζουν, αισθάνονται και γράφουν. Οργισμένοι μεν αλλά σκεπτόμενοι.
Αγανακτούν με τις αποφάσεις που λαμβάνονται για τα πολιτικά πρόσωπα που τα …μασούν γενικώς και όταν τους συλλαμβάνουν αρρωστούν. Δεν αντέχουν, δεν μπορούν να αντέξουν την αρνητική δημοσιότητα και, όπως λέει και ο ψυχολόγος, δεν αντέχουν να κλειστούν πίσω από τα σίδερα της φυλακής.
Νομίζω είναι καιρός να αρχίσουν να αποδεσμεύουν κονδύλια και να χτίσουν μια ειδική πτέρυγα στα νοσοκομεία, πλήρως εξοπλισμένη για VIPs. Οι «μεγάλες» προσωπικότητες του τόπου, αυτοί που τα …πήραν αλλά δεν τα επέστρεψαν, θα συνεχίσουν να ασθενούν, να λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή και να τυγχάνουν κάθε φροντίδας μετά την καταδικαστική απόφαση των Δικαστηρίων. Τι σου είναι η ζωή! Ζωή και κότα που λέμε! Κι ας τον φτωχό και ταλαιπωρημένο που δεν έχει να πληρώσει διατροφή ή χρωστά 1000 ευρώ και βρίσκεται στα κελιά των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας.
Οι… στερήσεις και οι στερήσεις
Το μυαλό μου σταματά στην εισήγηση μιας φίλης αγαπημένης που οργισμένη και θυμωμένη μου τηλεφώνησε για να μου πει να γράψω πως όλοι όσοι κατέχουν πολιτικές θέσεις, οι κρατικοί αξιωματούχοι και τα μασούν, πρέπει να εκτελούνται δια τουφεκισμού στην πλατεία Ελευθερίας ή άλλως Γιοφύρι της Άρτας. Μακάβριο ναι αλλά ίσως και η μοναδική λύση για να καθαρίσει η κοινωνία από όλους αυτούς που κατέχουν ή κατείχαν την εξουσία και καταχρώνται της εμπιστοσύνης και των χρημάτων του λαού, χρησιμοποιώντας τη θέση τους για να πλουτίσουν. Ίσως η πιο ανώδυνη λύση να είναι η πλήρης στέρηση όλων των πολιτικών κι άλλων δικαιωμάτων τους.
Και μια και μιλάμε για στέρηση, γιατί εγώ κι ο γείτονας, και η φίλη και η συνάδελφος και ο συγγενής να έχουν κουτσουρευτεί και οι άλλοι, αυτοί οι γνωστοί και επώνυμοι, να συνεχίζουν να τρώνε με τα …χρυσά κουτάλια; Ύστερα μου μιλούν για κοινωνική δικαιοσύνη, για κράτος δικαίου και όπως έλεγε και η μακαρίτισσα η γιαγιά μου «όλα εδώ πληρώνονται».
Αυτή τη βδομάδα δεν είμαι στα καλύτερα μου. Τα ρούχα δεν μου μπαίνουν από τη λαιμαργία και κοντεύω να ξεπεράσω τα 60 κιλά. Πρέπει να βρω λεφτά για να βάλω πετρέλαιο θέρμανσης, πράμα δύσκολο, γι’ αυτό και δεν τολμώ να τηλεφωνήσω στο βενζινάδικο της γειτονιάς. Η λίστα με τα ψώνια της υπεραγοράς μεγαλώνει καθημερινά και σκέφτομαι πως θα ξεπεράσει τα 150, ευρώ φυσικά, και πρέπει να βρω χρόνο και χρήμα για να κάνω τις αναλύσεις μου στο Χημείο που εξακολουθεί να χρεώνει ψηλά.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι εκτός προϋπολογισμού, απλούστατα γιατί όλα τα ταμεία μου, άλλως λογαριασμοί δεν έχουν μια. Πώς μας κατάντησαν!
Το βιβλίο μου με το γαλάζιο εξώφυλλο και τις ανθρώπινες φιγούρες περιμένει να πάρει τον δρόμο του τυπογραφείου για εκτύπωση και εγώ συλλογίζομαι πως δεν θα καταφέρω να το εκδώσω γιατί δεν μπορώ να βρω τα χρήματα. Τα όνειρά μου, όπως και εκείνα των παιδιών, των φίλων και των γνωστών γίνονται θρύψαλα, όπως εκείνο το παλιό βάζο που είχα στη γωνιά του σαλονιού και το έκανε κομματάκια η ηλεκτρική σκούπα, που την τραβά μετά μανίας η οικιακή βοηθός που φέρνω κάθε δεκαπέντε μέρες. Πόσο το λυπήθηκα!
Οι τεχνοκράτες θέλουν να περάσουν Χριστούγεννα με τις οικογένειές τους και χαίρονται που δεν θα έχουν την Τρόικα μέσα στα πόδια τους, γιορτάρες μέρες. Οι μισθωτοί συλλογίζονται πως δεν έχει δέκατους τρίτους ούτε και φέτος και οι καταστηματάρχες πως οι επιχειρήσεις τους πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ευτυχώς που ο κόσμος ακόμη πηγαινοέρχεται στη Λήδρας και στην Ονασαγόρου και δουλεύουν οι καφετέριες, οι παγωταρίες και τα εστιατόρια.
Προσπαθώ να γυρίσω σελίδα και να επανέλθω στη θετική προσέγγιση που έχω για τη ζωή αλλά αυτή τη φορά δεν τα καταφέρνω. Νομίζω πως δικαιούμαι να έχω και εγώ τις μαύρες μου, να κλάψω και να στεναχωρηθώ. Έτσι είναι η ζωή. Ζωή χωρίς πόνο είναι μονότονη και ισοπεδωτική.
Ρεμβάζω, αναπολώντας τα Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων, τις γιορτές του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Σάββα και τις σχολικές γιορτές, παραμονές Χριστουγέννων. Τη χορωδία στην ΕΘΑ, τις παραστάσεις στο δημοτικό σχολείο και τα κάλαντα στις γειτονιές.
Σκέφτομαι πως είναι καιρός να βρω χρόνο για ξεκούραση, να μαζέψω δυνάμεις γιατί όπου να ’ναι φεύγει κι αυτή η χρονιά. Περνούν από τη σκέψη μου σαν κινηματογραφική ταινία οι σταθμοί του 2014 και λυπάμαι που δεν κατάφερα να πετύχω τους στόχους μου.
Ζω και αναπνέω
Συλλογίζομαι πως το 2014, ακόμη δεν τέλειωσε, δεν ήταν από τις καλύτερες χρονιές μου. Ύστερα πάλι ξεσκονίζω τις σκέψεις μου και σκέφτομαι πως τουλάχιστον επιβίωσα, δουλεύω, μπορώ ακόμη να καλύπτω τα βασικά μου έξοδα κι ας παραπονιέμαι, να συντηρώ το σπίτι μου, ακόμη και να απολαμβάνω κάποιες μικρές και ασήμαντες για τους πολλούς, μικρές απολαύσεις.
Το μυαλό μου τρέχει μπροστά και δεν μπορώ να το σταματήσω. Όπως δεν έχω τη δύναμη να σταματήσω τον χρόνο που περνά σαν βολίδα από μπροστά μου και λέω κάθε τόσο πως μεγάλωσα και δεν έζησα όσα ήθελα. Άλλοτε πάλι σκέφτομαι πως πέρασα μια ζωή γεμάτη. Έντονα συναισθήματα, ανθρώπους, σταθμούς και ορόσημα που θα τα κρατώ βαθιά μέσα μου. Άλλοτε για να χαίρομαι και να γελώ με τις ανατροπές, τις επιτυχίες και τις χαρές κι άλλοτε πάλι για να πικραίνομαι για όλα όσα έφυγαν χωρίς να έχω τον χρόνο και τα μέσα για να τα σταματήσω.
Η αδελφή μου βλέπει το τελειωμένο βιβλίο στο γραφείο και με ερωτά φωνακτά: «Εσύ, πού ήσουνα στην κρίση; Και ποιος θα το αγοράσει;». Η Χριστίνα επιμένει να με ρωτά «Αλήθεια, εσύ πού ήσουνα;» και εγώ να συλλογίζομαι πως δήλωνα και δηλώνω παρούσα σε κάθε κρίση. Κρίση ανθρώπων και αξιών, κρίση θεσμών, κρίση χρηματοοικονομικού συστήματος και οικονομική κρίση. Τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι πως ζω, αναπνέω και το παλεύω. Ξέροντας πως το «παλεύω» από το τίποτα έχει μια μεγάλη διαφορά. Παλεύω για να κερδίσω εμπειρίες, να πάρω μαθήματα, να γνωρίσω ανθρώπους, να πέσω στα πατώματα και να σηκωθώ και πάλι.
Επιτρέπω στον εαυτό μου να πέσει, να σηκωθεί και πάλι απ’ την αρχή. Τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι όπως έλεγε και η καθηγήτρια στο μάθημα των Λατινικών “Dum spiro spero”.