bigstock-Beach-House--3018911

Άντε κουνήσου και αργήσαμε!

Της Χρύσως Αντωνιάδου

Λέω να επιτρέψω στον εαυτό μου να χαλαρώσει, να βλέπει τη ζωή με πιο αισιόδοξο και θετικό φακό, αλλά κάποτε τον συλλαμβάνω να χάνεται στη ρουτίνα των γεγονότων και του αρνητικού περιβάλλοντος.
Ακόμη κι αν λέω πως η ζωή είναι δώρο, και είναι σημαντικό να τη χαιρόμαστε, όπως έρχεται. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, εάν ήταν στο χέρι μου να ζω όπως θα ήθελα, θα έπαιρνα τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή και θα μετακόμιζα κάπου κοντά στη θάλασσα, για να τη βλέπω και να γαληνεύω, να ηρεμώ και να εμπνέομαι. Πού τέτοια τύχη!
Τελικά, η ζωή είναι σκληρή όχι γιατί έχουμε οικονομικές απώλειες, αλλά λίγο πολύ καταφέρνουμε να επιβιώνουμε, αλλά γιατί μέσα στο μυαλό μας σχηματίσαμε μια διαφορετική εικόνα, όπως αυτήν που διαβάζουμε στα δακρύβρεκτα μυθιστορήματα, που καταγράφουν ρεκόρ πωλήσεων.
Μέσα στον καταιγισμό των εξελίξεων που ήλθαν και έρχονται στο νησί, αποφάσισα να συγκεντρώσω σε μια έκδοση, ένα βιβλίο, όλα όσα έχω γράψει στη μετά του κουρέματος εποχή, στη στήλη που μου παραχωρεί η «Σημερινή» και που με την προσεγμένη επιμέλεια της Σκεύης, παίρνει σάρκα και οστά.

Υπέκυψα στις πιέσεις
Για να είμαι ειλικρινής, η απόφαση αυτή δεν ήταν δική μου αλλά φίλων αναγνωστών που είδαν στα κείμενά μου μια δική τους ανησυχία, ίσως και μια δική τους αισιοδοξία, τον δικό τους εαυτό και με έπεισαν πως έπρεπε να … εκδοθώ για χάρη των υπολοίπων.
Ομολογώ, ίσως επειδή κάτι έχω με τις … εκδόσεις, στην αρχή ήμουνα πολύ διστακτική αλλά τελικά υπέκυψα στις πιέσεις – τράβα με κι ας κλαίω – και πίστεψα πως μπορώ να γίνω συγγραφέας! Με την ιδιαίτερη φροντίδα δυο αγαπημένων φίλων, της Μαρίας και της Λένιας, η έκδοση φτάνει προς το τέλος της και εύχομαι να μην τις ταλαιπώρησα με τις ιδιοτροπίες μου.
Το πρώτο μου βιβλίο που το βλέπω τελειωμένο και το καμαρώνω, και που αλλάζω κάθε μέρα τον τίτλο του, διανθίζεται από ένα εικονογραφημένο εξώφυλλο που το σχεδίασε ένας νεαρός ταλαντούχος εικονογράφος με εξαιρετικό ταλέντο. Ο Σάββας με τη στήριξη και την έμπνευση του Νικόλα προσπάθησαν να δώσουν μια θετική πνοή στην κρίση, χωρίς να λησμονούν αυτούς που τα … έτρωγαν μαζί. Οι εικόνες ζωντάνεψαν και απέδωσαν το νόημα των κειμένων. Και οι δυο περιμένουν με αγωνία το ηλεκτρονικό μου μήνυμα για να τους αναγγείλω την ολοκλήρωση του έργου.

Ένα τόσο δα λιθαράκι
Λοιπόν, το βιβλίο είναι έτοιμο, και το καμαρώνουμε όλοι εμείς που δουλέψαμε με μεράκι, και που πιστέψαμε ότι μπορούμε να βάλουμε ένα μικρό λιθαράκι, ένα τόσο δα βότσαλο για να συντροφεύουμε τους ανθρώπους σε αυτήν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Για να είμαι ειλικρινής το βιβλίο με ικανοποιεί, αλλά δυστυχώς όπως το περίμενα – το ταμείο είναι μείον για να προχωρήσει η έκδοσή του. Και δεν έφτανε κι όλο αυτό, όχι πως θέλω να γίνω καμιά Μαντά ή Δημουλίδου, ούτε να το παίξω Τσεμπερλίδου που είναι από τις αγαπημένες μου, αντιλήφθηκα πως οι εκδότες εδώ στην Κύπρο, τουλάχιστον αυτοί που θεωρούνται σοβαροί, δεν θα έβαζαν το λογότυπό τους και την υπογραφή τους, σε ένα βιβλίο που δεν θα είχε εμπορική επιτυχία! Ακόμη κι αν το χρήμα και οι οικονομικές …επιτυχίες είναι εκείνες που εξαφάνισαν τα μεγαλύτερα εμπορικά ονόματα της Κύπρου και γονάτισαν ένα ολόκληρο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Έτσι, λοιπόν η κατάθεση ψυχής μου έμεινε στα συρτάρια, όχι ακριβώς, αλλά πάνω από το μεγάλο γραφείο μου, για να μου υπενθυμίζει κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ πως κάτι πρέπει να κάνω για να το εκδώσω. Σίγουρα να πλουτίσω δεν επιδιώκω, ούτε και να γίνω η Έλενα Ακρίτα της Κύπρου, αλλά να γευτώ μια ικανοποίηση ότι μπορώ και εγώ να δώσω στους ανθρώπους μια σταλιά θετικής ενέργειας σε όλο αυτό τον καταθλιπτικό τοπίο που μας περικυκλώνει. Ομολογώ πως πρώτα το έκανα για μένα και μετά για τους άλλους!

Γράφω για μένα
Μην πιστέψετε ποτέ πως οι συγγραφείς γράφουν για τους άλλους. Πρώτα γράφουν για να βγάλουν τα εσώψυχά τους, ή να τρελάνουν τη φαντασία τους με εικόνες που δεν έζησαν, ή ακόμη για να βγάλουν τα νεύρα, τον θυμό και την οργή τους σε εκείνους τους καημένους τους ήρωες τους.
Πραγματικά και το λέω με κάθε ειλικρίνεια, θα χαιρόμουν εάν εσείς, οι φίλοι αναγνώστες και αγαπητές μου αναγνώστριες, θα μπορούσατε να μου προτείνετε καμιά καλή ιδέα για να εκδώσω το βιβλίο. Ξέρω πως εγώ, που γράφω, κρίνω και σχολιάζω τα πάντα και τους πάντες, δεν θα μπορούσα να πωλήσω ούτε ένα ποτήρι και να βγάλω ένα ευρώ. Ικανότητες πωλητή μηδέν. Έτσι, το πόνημα, όπως θα έλεγαν και οι δάσκαλοι της δημοσιογραφίας, θα μείνει παρατημένο σε κανένα συρτάρι, για να μου θυμίζει τον …ωραίο μου εαυτό τα χρόνια της κρίσης.
Άλλοτε περνά αστραπιαία από το μυαλό μου ότι σε τέτοιους καιρούς θα μπορούσα να στηρίξω με τα καθαρά έσοδα της έκδοσης κάποια παιδιά που έχουν πραγματική ανάγκη ή εκείνα που κάνουν μια ευχή, και τα έχω πάντοτε μέσα στην καρδιά μου, αλλά ούτε και εδώ τολμώ να σηκώσω το τηλέφωνο και να μιλήσω για τη διάθεσή μου να προσφέρω.
Έτσι, λοιπόν, έφτασα στο τέλος του πρώτου εκδοτικού εγχειρήματος και που δεν έχω καμιά προσδοκία να το κάνω best seller. Ολοκληρώνοντας, συλλογίζομαι πως όλη αυτή η πορεία ξεκίνησε και τέλειωσε, ανοίγοντάς μου πόρτες κλειστές, παράθυρα σκοτεινά και μπαούλα ξεχασμένα.

Το μικρό παιδί
Έβγαλε προς τα έξω τα παιδικά τραύματα, τα ψεγάδιά μου, ίσως και τη γενναιότητά μου, τη δημιουργικότητα, σίγουρα το παιδί που έκρυβα πάντα μέσα μου. Ένα μικρό παιδάκι που επιζητούσε επιβεβαίωση, που τόσα χρόνια το εγκατέλειψα βουτηγμένη στις προτεραιότητές μου, τα χρονοδιαγράμματα ή όπως λέω συχνά, στην κοσμάρα μου.
Η κρίση έφερε στα μάτια μου, όλη αυτή την ψεύτικη μάσκα που πωλούσαν διάφοροι, αυτήν του ισχυρού, του άτρωτου, του ψεύτικου ανθρώπου που διατάζει και ζητά να εκτελεστεί χωρίς να λογαριάζει τίποτε και κανέναν. Πάντα πίστευα στην αρχή πως όλα εδώ πληρώνονται και κανένας δεν παίρνει τίποτε μαζί του. Ίσως, βέβαια, και να πιστεύει πως εκεί που θα πάει θα του κάμουν τον τάφο των Φαραώ και θα του τα βάλουν όλα μαζί του!
Η κρίση έβγαλε στην επιφάνεια τις ανασφάλειες, τις κακίες, την οργή και τον πόνο. Τους νικητές και τους ηττημένους που νομίζαμε πως κρύβαμε μέσα μας.
Πολλοί δεν τα κατάφεραν. Ίσως δεν είναι η ώρα τους. Όμως, είμαι σίγουρη πως κάποια στιγμή θα πετάξουν από πάνω τους εκείνον τον ψεύτικο εαυτό που συντηρούσαν για την έξωθεν καλή μαρτυρία.

Εγώ και οι φίλες μου
Η αγαπημένη μου Γιώτα ίσως να συμφωνεί με τα λόγια της Κικής Δημουλά ότι «έχουμε μέσα μας μια άλλη Ζωή, η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε, αυτή η άλλη Ζωή μέσα μας δεν έχει ζήσει».
Η φίλη μου η Ελένη να σκέφτεται πως μπορεί να κάνει πράξη ζωής τα λόγια τού Μπέρναρντ Σο, ότι «οι άνθρωποι που πάνε μπροστά σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι αυτοί που σηκώνονται, αναζητούν τις συνθήκες που θέλουν, κι αν δεν τις βρουν, τις διαμορφώνουν μόνοι τους».
Και εγώ να παλεύω με τις ανασφάλειες και τα πρέπει μου για να φτιάξω τη ζωή που γουστάρω και που, όπως έλεγε η Maya Angelou, η Αφροαμερικανίδα συγγραφέας και ποιήτρια, «η ζωή γουστάρει να τη βουτάνε από το πέτο και να της λένε: «είμαι μαζί σου μικρή μου, φύγαμε».
Ο κόσμος αλλάζει και εμείς μαζί του. Μαθαίνουμε από το παρελθόν, σκεφτόμαστε το μέλλον, επιλέγουμε να προχωρούμε και όχι να μένουμε στάσιμοι, μέσα στο ψεύτικο κέλυφος που μας έκλεισαν.
Μπορεί να σκοντάφτω αλλά συνεχίζω. Αυτή είναι η γλύκα της ζωής και του κάθε αγώνα, να με ζώνουν οι παλιές κακές αναμνήσεις και σκέψεις σαν τα φίδια και να προσπαθώ να τις πνίξω.
Να λέω ευχαριστώ γι’ αυτά που έχω, που μπορεί να είναι λιγότερα από αυτά που είχα πριν τρία ή τέσσερα χρόνια, αλλά είναι σημαντικότερα και ακριβότερα. Είναι η υγεία μου, η οικογένειά μου, οι εκλεκτοί μου φίλοι, οι συνεργάτες μου. Άνθρωποι που συνάντησα τυχαία στη ζωή μου και ένοιωσα πλούσια που τους γνώρισα γιατί μου έδωσαν μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, μια ζεστή κουβέντα.
Αλλάζω γιατί πια επιτρέπω στον εαυτό μου, που τον έμαθα να είναι άτρωτος, σκληρός και ισχυρός, να αποδέχεται πως κάποιες μέρες μπορεί και να είναι ευάλωτος, ότι δικαιούται να μην θέλει να δει κανέναν, έχει κάθε δικαίωμα να βάλει όρια χωρίς να δίνει εξηγήσεις.
Γουστάρω μια ζωή, και μαζί μου κι άλλοι και γινόμαστε πολλοί, που δεν είμαι υποχρεωμένη ν’ ακολουθώ τους κανόνες της καλής κοινωνίας, τα πρέπει που μου επιβάλλει το σύστημα και οι «προστάτες» του, τα επιβάλλεται που περνούν συνέχεια από μπροστά μου σαν τις κατάρες.

Το τραίνο φεύγει χωρίς εμάς
Να μπορώ να κάθομαι στο πεζούλι της εκκλησίας της Φανερωμένης και να παρακολουθώ την κίνηση, χωρίς να με νοιάζει τι θα σκεφτούν οι περαστικοί για μένα και χωρίς να γεμίζουν τα αυτιά μου από τις φωνές της συνείδησής μου και τις παραινέσεις της αδελφής μου: «Δεν ντρέπεσαι μεγάλη κοπέλα στην ηλικία σου και να κάθεσαι χάμω σαν το παιδί».
Να ξυπνώ το πρωί και να βγαίνω στον δρόμο – τα ταμεία στέρεψαν και τα πεζοδρόμια δεν θα τα δούμε ούτε με θαύμα – και να ραντίζω με το λάστιχο του κήπου το χώμα για να καλμάρει η σκόνη και να μην φοβάμαι πως η γειτόνισσα θα σκεφτεί και θα σχολιάσει με τη διπλανή: «Καλά αυτή δεν έχει οικιακή βοηθό και καθαρίζει μόνη της;».
Να παίρνω από το χέρι τη ζωή, να τη βλέπω κατάματα και να της λέω χωρίς να φοβάμαι τίποτα και κανέναν: «Κουνήσου και αργήσαμε! Ήδη χάσαμε πολύ χρόνο».