uniastrum_bank

Uniastrum: Όλα έμπαζαν νερό από παντού…

Tης Χρύσως Αντωνιάδου

Η ελίτ της Τράπεζας Κύπρου, Ανδρέας Ηλιάδης, Γιάννης Κυπρή και Χρίστης Χατζημιτσής χειρίζονταν το θέμα της εξαγοράς της ρωσικής τράπεζας Uniastrum. Όμως, μέχρι την ολοκλήρωση της εξαγοράς όλοι οι Γενικοί Διευθυντές, σύμφωνα με τον κ. Ηλιάδη, μετέβησαν στη Μόσχα και είδαν ιδίοις όμμασι τη ρωσική τράπεζα που θα εξαγοραζόταν, την τράπεζα Uniastrum.

Οι καταθέσεις των πρωταγωνιστών και άλλων στελεχών της Τράπεζας σε διάφορες Επιτροπές στις οποίες κλήθηκαν, και οι οποίες μελετούν μέχρι σήμερα την υπόθεση Uniastrum, συγκλίνουν σε μια κοινή θέση: Η Uniastrum ήταν ένα «κελεπούρι» για το Συγκρότημα! Ωστόσο, εφτά χρόνια μετά την εξαγορά της ρωσικής τράπεζας και μόλις πρόσφατα μετά την πώλησή της, και μέσα από τη μελέτη εκθέσεων και εγγράφων, το συμπέρασμα είναι πως η Uniastrum έμπαζε από παντού νερά!

Ποια ήταν εκείνη η μεγάλη ευκαιρία για το Συγκρότημα που επέβαλλε την εξαγορά της ρωσικής τράπεζας προς ζημιά των μετόχων και των καταθετών; Από το μυαλό όλων όσοι ασχολήθηκαν ή ασχολούνται με την υπόθεση Uniastrum (Γενική Εισαγγελία, Αστυνομία, ΜΟΚΑΣ, Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών και Διερευνητική Επιτροπή Καλλή για την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα) περνά η επισήμανση – καταπέλτης του οίκου Alvarez & Marsal. Μια καταγγελία που έγινε στον ξένο οίκο, σύμφωνα με την οποία έλαβε «εμπιστευτικές πληροφορίες για παράνομες πληρωμές και δωροδοκίες που αφορούσαν την εξαγορά της εν λόγω τράπεζας [Uniastrum]».

Ισχυρισμοί για πληρωμή €50 εκατ.

Ειδικότερα, η Alvarez & Marsal αναφέρει στην έκθεσή της ότι «οι εν λόγω φήμες αφορούσαν την ισχυριζόμενη πληρωμή €50 εκατ. από τα έσοδα της εξαγοράς της Uniastrum σε πέντε πρόσωπα». Διευκρινίζει πως δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τις εν λόγω φήμες, παρά τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με μεγάλο αριθμό προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των πωλητών της εν λόγω τράπεζας και των αξιωματούχων της Τράπεζας Κύπρου. Η Alvarez & Marsal επισημαίνει ότι, «παρόλο που ζητήθηκαν οι καταστάσεις των προσωπικών λογαριασμών των δύο μετόχων της Uniastrum, για σκοπούς διακρίβωσης κατά πόσον έγιναν οποιεσδήποτε παράνομες πληρωμές από τους εν λόγω λογαριασμούς, εντούτοις τα εν λόγω πρόσωπα αρνήθηκαν να τις παραδώσουν».

Ολόκληρες στοίβες εκθέσεων, πρακτικών, μελετών, αναλύσεων, νομικών συμβουλών ξεσκονίζονται για να βρεθεί άκρη σε μια υπόθεση, η οποία όπου την πιάσεις μπάζει νερά, αλλά κανένας δεν έστησε πόδι για να μην εξαγοραστεί η Τράπεζα, εκτός από τη διαφωνία του Ευδόκιμου Ξενοφώντος, που δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει την εξαγορά. Κατέθεσε ο κ. Ξενοφώντος: «Ενώπιον του Συμβουλίου τέθηκαν πολλοί φάκελοι. Το due diligence report για την Uniastrum των Ernst &Young δεν τέθηκε ενώπιόν μας αλλά μόνο σύνοψή του. Μεταξύ άλλων, δεν ήλθε σε φως ότι η τιμή αγοράς ήταν πάνω από τρεις φορές μεγαλύτερη από την καθαρή αξία του ενεργητικού της Uniastrum.

Η αγορά της υπήρξε σφάλμα, η σημερινή αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο της τιμής αγοράς, εκτός αυτού η Uniastrum οφείλει σήμερα 700 εκατομμύρια ευρώ στην Τράπεζα Κύπρου». Μόνο η Νομική Υπηρεσία Μήπως η απάντηση σε πολλά από τα θέματα που εγείρονται για διάφορες πτυχές της εξαγοράς βρίσκεται πίσω από τη καταγραφή της Alvarez & Marsal; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να τεκμηριώσει κανένας άλλος παρά μόνο η Νομική Υπηρεσία, μέσα από μια δαιδαλώδη διαδικασία, η οποία απλώνει τα πλοκάμια της πέραν της Κύπρου και της Ρωσίας. Πόσο εύκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα; Σίγουρα η απάντηση είναι πως είναι εξαιρετικά δύσκολο.

Όλοι προειδοποιούσαν

Οι ξένοι συμβουλευτικοί οίκοι που πρόσφεραν υπηρεσίες στο Συγκρότημα διατύπωναν σοβαρούς ενδοιασμούς και προειδοποιούσαν για την εξαγορά, οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης έδιναν σαφή αρνητικά μηνύματα, αλλά η ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Κύπρου ρίσκαρε για να μην χάσει την… ευκαιρία, παίζοντας «σκληρό πόκερ» στη ρωσική αγορά. Ο Ανδρέας Ηλιάδης, προσπαθώντας να πείσει για την ορθότητα της απόφασης, ανέφερε πως «όλοι οι σύμβουλοι της Τράπεζας (JP Morgan, White &Case Ernst & Young και οι εσωτερικοί ελεγκτές Χρυσαφίνης και Πολυβίου εξέτασαν όλες τις πτυχές, εξέτασαν τη ρωσική οικονομία. Το πόσες μελέτες έγιναν και με τα δεδομένα που υπάρχουν και είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, και υπάρχει σωρεία εγγράφων τα οποία είναι στην τράπεζα». Ενισχύοντας τις θέσεις Ηλιάδη, το πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Χρίστος Παντζαρής, επίσης σε κατάθεσή του, επικαλέστηκε πρακτικό του Δ.Σ., ημερομηνίας 26 Ιουνίου 2008, σύμφωνα με το οποίο: «Αναφορικά με την εξαγορά της τράπεζας Uniastrum.

Έγινε ενδελεχής οικονομικός, νομικός και λειτουργικός έλεγχος, ο οποίος ήταν λεπτομερέστατος και διήρκησε πάρα πολύ χρόνο. […]. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου εξέφρασε ικανοποίηση για την πολύ προσεκτική δουλειά που έγινε στην αξιολόγηση από πλευράς της Τράπεζας Κύπρου και επιφυλάχθηκε για τη θέση της, αφού λάβει και εξετάσει όλα τα χρέη».

Διεθνής κρίση αλλά…

Το 2008 ήταν για την παγκόσμια οικονομία μια μαύρη χρονιά. Πολλοί τη χαρακτήρισαν τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση μετά το 1929. Μια κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επεκτάθηκε σύντομα στην Ευρώπη, αφήνοντας τα σημάδια της παγκόσμια. Ακριβώς τότε, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s και Fitch εκτίμησαν αρνητικά την πιστοληπτική ικανότητα της Ρωσίας, κάνοντας αναφορές σε επιδείνωση των κεφαλαιαγορών της χώρας.

Γιατί όμως οι τραπεζίτες της μεγαλύτερης τράπεζας της Κύπρου επέμεναν σε επέκταση διά της εξαγοράς της Uniastrum παρά τα μαύρα σύννεφα που διαφαίνονταν στον ορίζοντα; Και πάλι ο πρώην ισχυρός ανήρ του Συγκροτήματος Ανδρέας Ηλιάδης εξηγεί πως «η συγκεκριμένη τράπεζα, την οποία μελετήσαμε και εξαγοράσαμε, είχε περισσότερες καταθέσεις από χορηγήσεις. Οι καταθέσεις της τη στιγμή της εξαγοράς της ήταν, αν θυμάμαι καλά, πέραν του ενός δις, ενώ οι χορηγήσεις της ήταν κάπου λίγο περισσότερο από τα €900 εκατ. – 87% των καταθέσεων ήταν οι χορηγήσεις. Άρα, ήταν μια υγιής κατάσταση, η οποία θα μπορούσε μέσω του ονόματός της … και μάλιστα εκείνη την περίοδο έπιασε το βραβείο ‘Best Russian Brand’ στον τραπεζιτικό τομέα. Άρα, ήταν μια σχετικά μικρή επένδυση, η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει την παρουσία της τράπεζας, το όνομα της τράπεζας, και στο να φέρουμε και τουρισμό και offshore business στην Κύπρο, που είναι από εκεί που δημιουργήθηκε αυτή η ευημερία».

Η επένδυση όμως δεν τους βγήκε! H Uniastrum καταλήγει με περισσότερες χορηγήσεις από τις καταθέσεις, όταν στις ήδη υπάρχουσες μεταφέρονται και τα δάνεια της Bank Kipra, «ένα μεγάλο stock», με τη μεταφορά της διαχείρισης των καταστημάτων της Τράπεζας Κύπρου στη Ρωσία, στην Uniastrum. Τι σύστηνε η Ernst & Young Το ερώτημα απασχολεί όλες τις ερευνητικές ομάδες που εργάζονται για την υπόθεση, ακόμη και την Kοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών που άρχισε τη λεπτομερή συζήτηση του θέματος. Γιατί η Τράπεζα δεν έλαβε υπόψη τον οίκο Ernst & Young, που προσελήφθη για να παρέχει πληροφόρηση, κατά πόσον η Τράπεζα θα προχωρούσε με την εξαγορά, ή αν θα προέβαινε σε επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας;

Οι διαπιστώσεις του οίκου προκαλούν περισσότερα «γιατί» δεν λήφθηκαν υπόψη:

· Δεν ήταν καθαρή η έκθεση της τράπεζας σε συναλλαγές με πρόσωπα συνδεδεμένα με τους μετόχους.

· Το χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικών δανείων την 31η Δεκεμβρίου 2007 περιλάμβανε σημαντική συγκέντρωση χορηγήσεων σε Οντότητες Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Entities – SPE’s) με ασαφή ή μη δηλωμένο σκοπό.

· Στις οικονομικές καταστάσεις του 2006, η Uniastrum παρουσίαζε σημαντικό κενό στη βραχυπρόθεσμη ρευστότητά της, ύψους €42 εκατ., που αυξήθηκε σε €177 εκατ. την 31η Δεκεμβρίου 2007.

· Υπήρχαν σημαντικές αδυναμίες στη διαδικασία χορήγησης δανείων, συμπεριλαμβανομένης της ανεπαρκούς ανάλυσης της οικονομικής κατάστασης των δανειστών.

· Γύρω στο τέλος του έτους 2007, είκοσι πέντε από τα σαράντα τρία υποκαταστήματα της τράπεζας παρουσίαζαν ζημιές.

· Η αύξηση στην πραγματική αξία (equity) της Uniastrum κατά €64 εκατ. το 2006 οφειλόταν στην επανεκτίμηση των ακινήτων που αγόρασε ένα συνδεδεμένο σε αυτήν μέρος.

· Γινόταν ανεπίσημη καταβολή ποσοστού μέχρι και 40% των μισθών του προσωπικού της Uniastrum, ώστε η τράπεζα να μην επωμίζεται την ανάλογη φορολογία. · Η συνολική καθαρή αξία των αμοιβαίων κεφαλαίων της Uniastrum σημείωσε πτώση της τάξης του 659% την περίοδο Δεκεμβρίου 2007 – Σεπτεμβρίου 2008. Oι διαπιστώσεις αυτές αντί να θορυβήσουν, αναδίπλωσαν τους τραπεζίτες που δημιούργησαν λογαριασμό Escrow [δεσμεύτηκε ποσό από την εξαγορά της τράπεζας] στον οποίο κατατέθηκε ποσό που κάλυπτε το 60% των δανείων και ποσό που αφορούσε τα αμοιβαία κεφάλαια της Uniastrum. Άλλο μεγάλο «γιατί».

Μόνο αυτό; Η έκθεση με τα ευρήματα της Ernst & Young, που μετακλήθηκε για να συμβουλεύσει και η οποία προειδοποιούσε με συγκεκριμένες αναφορές, δεν υποβλήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου έγκαιρα, ώστε να ληφθεί υπόψη στη συνεδρία έγκρισης της εξαγοράς. Ίσως και να προβλημάτιζαν οι πιο κάτω αναφορές:

· Οι μέτοχοι της Uniastrum έλεγχαν πολλές άλλες εταιρείες, ήταν ανώτερα στελέχη και διέθεταν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τη λειτουργία της αναφορικά με τη χορήγηση δανείων, συμπεριλαμβανομένης της εταιρείας μεταφοράς χρημάτων Unistream (Προτείνεται από τον οίκο όπως υπογραφούν επίσημες συμφωνίες με τη Unistream για διασφάλιση των συμφερόντων της Τράπεζας Κύπρου).

· Ποσό €43,6 εκατ. των κερδών της Τράπεζας για το 2007 προήλθε από την πώληση μετοχών της LLC Unistream Properties.

· Το 1/3 των συνολικών εισπράξεων από προμήθειες και δικαιώματα της τράπεζας προέρχονταν από συναλλαγές μέσω της εταιρείας Unistream [εταιρεία μεταφοράς χρημάτων που ίδρυσε η Uniastrum και που ανεξαρτητοποιήθηκε το 2006].

Αγνόησαν και τον White & Case

Σύμφωνα με κατατεθέν ισχυρισμό στελέχους της Τράπεζας, η πιο πάνω έκθεση δεν τέθηκε υπόψη του Δ.Σ. του Συγκροτήματος, με αποτέλεσμα η υπαναχώρηση να μην τεθεί ως επιλογή. Άλλη μια επιλογή που άνοιγε τον δρόμο για υπαναχώρηση ήταν και οι συστάσεις του νομικού οίκου White & Case, οι οποίες δεν λήφθηκαν υπόψη: «H Τράπεζα Κύπρου ενδεχομένως να μπορεί να επικαλεστεί πρόνοιες της συμφωνίας και να ζητήσει επιπρόσθετη νομική συμβουλή από Βρετανούς δικηγόρους». Αντί άλλης συζήτησης, η Τράπεζα έλαβε υπόψη τη γνωμάτευση του Νομικού της Συμβούλου, του Γραφείου Χρυσαφίνης και Πολυβίου, που συμβούλευε: «Kατά τον ουσιώδη χρόνο η αλλαγή στο οικονομικό περιβάλλον δεν αποτελούσε αιτία για τερματισμό της συμφωνίας, αφού δεν επήλθαν ουσιαστικές αλλαγές στον λογαριασμό της Uniastrum. Η προσπάθεια υπαναχώρησης από τη συμφωνία ενδεχομένως να οδηγούσε σε πολυετή δικαστική διαμάχη».

ΟΙΚΟΣ FITCH

«Η πρόσφατη εξαγορά της Uniastrum έχει αρνητικές επιπτώσεις στο προφίλ κινδύνου του Ομίλου. Ο Οίκος θεωρεί την τιμή και τον χρόνο της εξαγοράς ως δυσμενή, έπειτα από τη σοβαρή επιδείνωση της αγοράς αξιών της Ρωσίας, που επηρέασε δυσμενώς την αξία και την προοπτική της Uniastrum».

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ

«Κατά την εξέταση της αίτησης της Τράπεζας Κύπρου για εξαγορά της Uniastrum εντοπίστηκαν θέματα κακής εταιρικής διακυβέρνησης, υψηλό ποσοστό δανείων χωρίς ξεκάθαρο σκοπό, κακή κερδοφορία, δυσκολία στην κεφαλαιακή επάρκειά της, ανεπίσημη πληρωμή ποσοστού μέχρι και 40% του μισθού του προσωπικού γι’ αποφυγή πληρωμής φόρου. Ωστόσο, η τιμή εξαγοράς στα €371 εκατ. θεωρείται ελκυστικό σε σχέση με παρόμοιες εξαγορές».