Capture3

Η Άννα των παιδικών μας χρόνων…

Του Αχιλλέα Κουκκίδη, Κλινικού Ψυχολόγου

Τα συναισθήματα είναι σαν άλογα μέσα στο στέρνο μου, ανήσυχα, αγριεμένα, γεννημένα για να ζουν λεύτερα. Σε κάθε μεγάλο γεγονός, σε κάθε αφύπνιση, θεριεύουν και σπάνε τον φράκτη της αντοχής της καρδιάς και ξεχύνονται μέσα σε όλο το είναι μου. Στο κάθε όργανο, στην όσφρηση, το βλέμμα , την κίνηση.
Τα μεγάλα γεγονότα, τα αφυπνιστικά, είναι αυτά που σε μένα ξυπνάνε το ανθρώπινο, σε όλους τους χρωματισμούς του, άσχημα και όμορφα, επώδυνα και χαρμόσυνα. Ένα γενέθλιο, μια γέννα, ένας θάνατος, μια ασθένεια, ένας ήλιος που κάνει ροζ τον ουρανό, μια γεύση που θυμίζει τα περασμένα χρόνια, ένας ήχος νοσταλγικός, ένα παιδί σε καροτσάκι αναπήρου, η χαρά των παιδιών άμα κάνουμε τρελά πράματα μαζί και γελάμε, άμα ένας ασθενής ανοίγεται σε κάτι δικό του, άμα κάποιος με ευχαριστεί, άμα κάποιον ευχαριστώ και ευγνωμονώ, άμα κοιτάζω στα μάτια ενός συνανθρώπου μου και η ανάγκη της λέξης παύει, άμα διαβάζω ένα άνοιγμα ψυχής μες τις προτάσεις ενός κειμένου, άμα θυμώνω με τον κόσμο γύρω, άμα ζηλεύω και νιώθω ευάλωτος και κακός συνάμα, άμα αγαπώ σε μια στιγμή που ο φόβος με κάτι καταπιάνεται και δίνει ησυχία στην αρένα της καρδιάς…

Μια κολώνα της γειτονιάς

Πήγα στην κηδεία της Άννας σήμερα, ξαφνικά καλέστηκε και πήγε, κάπου που δεν μπορούν οι αισθήσεις μας να την διακρίνουν. Κάπου που πρέπει να σωπάσεις τη λογική και τον φόβο για να την ακούσεις ξανά και να τη νιώσεις. Την είδα και ένιωσα πως μαζί της κουβάλησε στιγμές των οποίων κρατάμε αντίτυπο και απόδειξη. Η Άννα είναι μαμά της συμμαθήτριας μου, του δημοτικού, της φίλης μου της παιδικής της γειτονιάς, η Άννα είναι η θεία του παιδικού μου αγαπημένου φίλου και της αδελφής του. Είναι μια κολώνα της γειτονιάς του παιδικού μας χώρου. Η παρουσία της κρατούσε ψηλά τη σκηνή κάτω από την οποία κρύβονται οι θησαυροί και τα όνειρα όλων των παιδιών της γειτονιάς. Λυπήθηκα και λυπάμαι, τόσο που τα άλογα έσπασαν τον φράκτη της καρδιάς και αφηνιασμένα τρέχουν παντού μέσα. λυπάμαι για τη φίλη μου και την αδελφή και τον αδελφό της, λυπάμαι για τη γειτονιά που έχασε ένα από τα πινέλα που ζωγράφιζαν την ομορφιά της.
Ο θάνατος σαν πρόσκληση μου φαντάζει, για ένα άλλο χώρο, ίσως που δεν υπάρχει, ίσως που φαντάζομαι, κι ‘όμως άμα αυτή την πρόσκληση κάποιος την λάβει, φεύγει από τη δικιά μας γιορτή να πάει σε κάποια άλλη. Κι εκεί, για ένα χρονικό διάστημα, η γιορτή φτωχαίνει και τα παιχνίδια λιγοστεύουν, εκεί, τα συναισθήματα αλλάζουν και από ουράνιο τόξο γίνονται ένα μουντό γκρι που οι αγκαλιές αυτωνών που δίνουν κουράγιο και τα δάκρυα μόνο, για λίγο χρωματίζουν πιο φωτεινά.
Άννα, υπόσχομαι πως θα θυμάμαι να σε ευχαριστώ που ζωγράφισες μαζί μας τους καμβάδες των ζωών ολονών μας. Έχω ανοίξει εκείνη την πόρτα στο κάστρο του είναι όπου μια άλλη γιορτή υπάρχει, για όλους εσάς που αγάπησα. Λίγο, πολύ, περισσότερο. Εκεί σε μια γιορτή για όλους όσους, με τον δικό τους τρόπο έβαλαν φαγητό στα άλογα μου για να μεγαλώσουν. Και σήμερα σπάνε τους φράκτες και ξεχύνονται. Δεν έχει σχέση άμα πονάνε, έχει σχέση πως υπάρχουν και με θυμίζουν το δώρο της ζωής, έχει σημασία που μπορώ σήμερα να δίνω και να λαμβάνω αφού το έμαθα από όλους εσάς. Όμορφο ταξίδι στο φως. Ευχαριστώ