c

«Παλιομοδίτικη η συνταγή γι’ αποκρατικοποίηση της Cyta»

 Της Χρύσως Αντωνιάδου

Ο Καθηγητής Christopher Bovis, με ελληνικές ρίζες είναι ένας πολίτης του κόσμου. Θεωρείται μια αυθεντία σε θέματα εμπορικού δικαίου, μετακαλείται από κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, τον φωνάζουν «μηχανικό». Δεν είναι τυχαίο. Με μια βαλίτσα μόνιμα στο χέρι, τη μια βδομάδα ταξιδεύει για την Κίνα όπου συμβουλεύει την κινεζική κυβέρνηση και την άλλη για την Αυστραλία, πετά στις Βρυξέλλες ή στον Καναδά και διδάσκει Διεθνές και Ευρωπαϊκό Εμπορικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Hull.

Γνωρίζει τις νομοθεσίες απ’ έξω και ανακατωτά, είναι σύμβουλος κρατών και εταιρειών που, εάν δεν τους δώσει την γνώμη και τη συγκατάθεσή του, δεν βάζουν υπογραφές.

Τον εντόπισα πριν μήνες για πρώτη φορά στο Λονδίνο, όταν άκουσα πως έχει σχέσεις με την Κύπρο και απάντησε στο «άψε σβήσε» ηλεκτρονικά σε όλες τις ερωτήσεις μου για θέματα που άπτονται των αποκρατικοποιήσεων, με κύρια έμφαση τη Cyta.

Ακαδημαϊκή διάλεξη

Συμφωνήσαμε να βρεθούμε με την πρώτη ευκαιρία όταν θα ερχόταν στην Κύπρο, και αυτή τη φορά η συνάντησή μετατράπηκε σε μια ακαδημαϊκή διάλεξη με το προνόμιο να είμαι ο μοναδικός φοιτητής. Ρωτούσα και απαντούσε, άκουα και παρέμβαινα, ήταν ένας χείμαρρος αποκαλύψεων, που με έκανε πιο σοφή για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, δίπλα μας, μακριά μας, για τα ενεργειακά, την παγκόσμια οικονομία, το σκηνικό που στήνεται διεθνώς, την επικράτηση της Κίνας, την έξοδο της Κύπρου στις διεθνείς αγορές και εκείνα που παρακολουθούν οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης και βαθμολογούν.

Θυμήθηκα αλλά το απέκρυψα, την επίθεση που δέχθηκα πριν μήνες μετά την ηλεκτρονική μας συνέντευξη, όταν τόλμησε να πει ανοικτά πως είναι κάθετος στην ιδιωτικοποίηση της Cyta.

Ο Καθηγητής Bovis, που οι φίλοι του τον φωνάζουν Christ, που είναι Έλληνας, αλλά ξέρει τα πρωτόκολλα συμπεριφοράς των Κινέζων, των Ρώσων και των Ευρωπαίων φέρει στις αποσκευές του ένα τεράστιο επιστημονικό έργο, ένα βιογραφικό που χρειάζεσαι τουλάχιστον μισή ώρα για να το διαβάσεις. Αγαπά την Κύπρο, μιλά άπταιστα ελληνικά, παρόλο που ισχυρίζεται πως κάμνει λάθη, προσκαλείται κάθε χρόνο στις ετήσιες ανοικτές διαλέξεις του CIIM.

Η κατρακύλα της τιμής του πετρελαίου

Η κουβέντα μας ήταν φιλική, χωρίς τυπικότητες και πρωτόκολλα. Άλλοτε στα αγγλικά και συχνότερα στα ελληνικά. Εκμεταλλεύτηκα την παρουσία του και έγινα σοφότερη για όλα αυτά που παρακολουθούμε από μακριά αλλά εκείνος τα ζει κάθε μέρα από κοντά. Την κατρακύλα της τιμής του πετρελαίου, τις ενεργειακές συνεργασίες, τις διεθνείς αγορές.

Μιλούμε φωνακτά και το μάτι του πέφτει σε ένα ξένο τηλεοπτικό κανάλι. Το ύφος του αλλάζει. «Η τιμή του πετρελαίου πέφτει κάτω από τα 28 δολάρια», μου λέγει και η απάντησή του είναι κοφτή και άμεση όταν τον ρωτώ «και τώρα τι θα γίνει; «Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γίνει». Φεύγοντας κρατώ στο μυαλό μου τις τελευταίες του κουβέντες.

Η συνέντευξή μας δεν είναι στημένη, μέσα στα δημοσιογραφικά πρωτόκολλα. Αλλού την πάμε και αλλού μας πάει. Το θέμα της πτώσης της τιμής του πετρελαίου μονοπωλεί για ώρα τη συζήτησή μας. Ο ίδιος το θέτει ψηλά. Και από εκεί και πέρα, η συζήτηση τρέχει, τα λόγια του μετατρέπονται σε χείμαρρο. Οι απόψεις του για τα ενεργειακά ζητήματα της περιοχής δεν σηκώνουν αμφισβήτηση. Είναι τεκμηριωμένες όπως και οι θέσεις τους για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει η Κύπρος.

Η Κύπρος στο ενεργειακό παιγνίδι

«Η Κύπρος δεν είναι πια ένα μικρό νησί και πρέπει να το αντιληφθείτε. Έχει μπει στο ενεργειακό «παιγνίδι» και πρέπει να το εκμεταλλευθείτε προς το συμφέρον σας. Το θέμα δεν είναι πόσες συμφωνίες θα κλείσετε με τις πολυεθνικές εταιρείες αλλά τι θα πάρετε ως κράτος από τις εξορύξεις και τη διάθεση του φυσικού αερίου ή του πετρελαίου. Γι’ αυτό και χρειάζεται μια ολοκληρωμένη μελέτη βιωσιμότητας, που να λαμβάνει υπόψη όλα τα δεδομένα σε βάθος χρόνου, μια στοχευμένη ενεργειακή πολιτική. Τα θέματα αυτά θα πρέπει να τα δούμε και να τα εξετάζουμε σε έναν ορίζοντα 25 χρόνων και όχι άμεσα».

Τον ακούω με προσοχή, και όπως είναι φυσικό, η επόμενη ερώτησή μου είναι «τι θα γίνει εάν η Κύπρος βάλει όλα τα αυγά της στο καλάθι του φυσικού αερίου, από τη στιγμή που η τιμή του πετρελαίου μειώνεται συνεχώς». «Αυτό είναι το θέμα, γι’ αυτό χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική, μια ενεργειακή πολιτική η οποία να λαμβάνει υπόψη όλα αυτά, και το γεγονός ότι χώρες της περιοχής όπως οι χώρες του Κόλπου, το Ιράν, η Λιβύη, έχουν μεγάλα ενεργειακά αποθέματα. Χρειάζεται μια κοστολόγηση, μια δυναμική κοστολόγηση και ένα Plan B και «ναι» ένα Plan C. Πρέπει να βλέπεις όχι μόνο ότι ανακάλυψες «φλέβα χρυσού» αλλά πως θα πωλήσεις, τι θα κερδίσεις, την ψυχολογία της αγοράς και τις προκλήσεις που δημιουργούνται γύρω σου».

Ο κινεζικός δράκος

Στο σημείο αυτό η συζήτησή μας, μετατίθεται στον μεγάλο εκκολαπτόμενο γίγαντα την Κίνα, όχι εκτός θέματος αλλά επί της ουσίας. Ο Καθηγητής Bovic είναι Σύμβουλος της Κυβέρνησης της χώρας και μιλά με εξαιρετική συμπάθεια για τους ανθρώπους που περνούν τη χώρα τους στην επόμενη εποχή, μια εποχή που φαίνεται πως θα γραφτεί στην παγκόσμια ιστορία. «Οι Κινέζοι επενδυτές, που βασικά δεν είναι άλλοι από το κινεζικό κράτος, ακολουθούν τον γνωστό δρόμο του μεταξιού, λαμβάνοντας αποφάσεις για επενδύσεις σε όλες τις χώρες του κόσμου. Έχουν μια στρατηγική επενδύσεων, έχουν δημιουργήσει ένα brand και εκμεταλλεύονται τα πλεονεκτήματα που τους παρέχουν οι διάφορες χώρες, δημιουργώντας δίκτυα, επιλέγοντας επενδύσεις σε ενεργειακά έργα, λιμάνια, αεροδρόμια. Επιλέγουν καλές υποδομές, επιζητούν οφέλη όπως αυτά που προσφέρουν οι ελεύθερες ζώνες εμπορίου, έχουν στοχευμένη κινεζική εξωτερική πολιτική εμπορίου. Έχουν τεράστια αποθέματα ρευστού και έχουν επενδύσει σε ολόκληρες χώρες της Αφρικής αλλά τους ενδιαφέρουν και οι ευρωπαϊκές χώρες. Νομίζετε πως είναι τυχαίο που ξεκίνησαν από την Ελβετία;»

Οι επενδυτές θέλουν στρατηγική

Στο σημείο αυτό και απαντώντας σε ερώτησή μου για το ενδεχόμενο να επιδεικνύουν ενδιαφέρον για την Κύπρο, η απάντησή του ήταν σαφής: «Οι Κινέζοι ψάχνουν ευκαιρίες αλλά επιθυμούν σοβαρούς διαπραγματευτές, που να τους παρουσιάζουν σοβαρή στρατηγική και έργα με προοπτικές. Είναι δεινοί διαπραγματευτές, σέβονται την ιεραρχία και όταν προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις τους ακολουθεί μια μεγάλη ομάδα αξιωματούχων και τεχνοκρατών που σέβεται ο καθένας τον ρόλο του. Ναι, θα μπορούσαν να επενδύσουν και στην Κύπρο, φτάνει να τους παρουσιαστεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Δεν επενδύουν στην τύχη. Και πολύ φοβάμαι πως η Κύπρος δεν έχει παρουσιάσει ένα μοντέλο ανάπτυξης».

Οι ξένες συνταγές

«Τι εννοείτε κύριε Καθηγητά;», τον ρωτώ ευθέως. Η απάντησή του και πάλι ξεκάθαρη, χωρίς περιστροφές: «Αυτή τη στιγμή τι προσφέρει η Κύπρος για επενδύσεις; Δεν βλέπω να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο μοντέλο ανάπτυξης. Για παράδειγμα, γίνεται αναφορά σε αποκρατικοποίηση της Cyta, η λέξη «αποκρατικοποίηση» είναι παλιομοδίτικη, ενώ μια μικρή οικονομία όπως η κυπριακή θα μπορούσε να αξιοποιήσει συνέργειες, συνεργασίες, συμμαχίες και να παραμείνει και το κράτος στον οργανισμό. Εδώ θα μπορούσαν να συμμετάσχουν ξένοι επενδυτές, ή να γίνουν συμμαχίες με τον υφιστάμενο συνεργάτη, με τον οποίον ο οργανισμός έχει μια επιτυχή συνεργασία, προσθέτοντας στο όλο εγχείρημα και άλλους επενδυτές. Το ίδιο μοντέλο θα μπορούσε να ακολουθηθεί και για τις αερογραμμές. Δεν μπορεί ένα μικρό κράτος να μην έχει συμμετοχή σε αερογραμμές. Θα μπορούσε να στηθεί μια νέα εταιρεία και να γίνουν συνέργειες με ξένους επενδυτές, να συμμετάσχει και το κράτος. Φαντάζεστε ποια θα ήταν τα κέρδη που θα είχε το κράτος εάν χρησιμοποιούσε σωστά το μοντέλο αυτό, μια χώρα που έχει αυξημένο τουριστικό ρεύμα; Χάνονται ευκαιρίες, και δεν αντιλαμβάνεστε πως έχετε από τα καλύτερα κλίματα. Πρέπει να τεθούν προτεραιότητες. Η αγορά της Κύπρου είναι πολύ μικρή, δεν υπάρχουν αντιστάσεις, δεν μπορείς να αντιγράφεις συνταγές από το εξωτερικό και να κάνεις συγκρίσεις. Εάν επιχειρήσεις να μεταφέρεις ξένες συνταγές, όπως γίνεται τώρα με τη Cyta, θα δημιουργήσεις μονοπώλια, πρέπει να δεις τη σχέση ποιότητας και τιμής. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα δίκτυα, τις συνέργειες, διαφορετικά θα πυροβολήσεις μια μικρή οικονομία και θα έχεις προβλήματα και με την Ε.Ε.».

Συμμαχίες και συνέργειες

«Καθηγητά», συνεχίζω να τον ρωτώ «η Kύπρος, κράτος – μέλος της Ε.Ε. βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο στάδιο υλοποίησης της μνημονιακής της υποχρέωσης για την αποκρατικοποίηση ημικρατικών οργανισμών όπως είναι η Cyta, η ΑΗΚ, η Αρχή Λιμένων Κύπρου. Ποια είναι η πιο κατάλληλη μορφή για την υλοποίηση των υποχρεώσεων αυτών;».

Συνεχίζει να έχει ξεκάθαρες απαντήσεις: «H μέθοδος που προτείνεται για χώρες όπως η Κύπρος αλλά γενικά το νέο μοντέλο είναι το Public – Private Partnership (PPP) (Συνεταιρισμός ή Σύμπραξη μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα), με το κράτος να διατηρεί μια ρυθμιστική θέση στην παροχή των απαραίτητων δημόσιων υπηρεσιών. Η μέθοδος αυτή προϋποθέτει την παρουσία του στρατηγικού επενδυτή ο οποίος θα φέρει την τεχνολογία, την γνώση και τον τρόπο αντιμετώπισης σημαντικών κινδύνων αναφορικά με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. To κράτος θα διατηρήσει μια ρυθμιστική λειτουργία κάτω από παράγοντες όπως είναι η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, η διαθεσιμότητα, η τιμή, τα έσοδα ή και η κατανομή των κερδών.

Μια τέτοια επιλογή θα πρέπει να γίνει και με την ΑΗΚ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημόσια υπηρεσία αποτελεί παράγοντα στρατηγικής σημασίας για τη λειτουργία της κυπριακής οικονομίας. Πρέπει να αξιολογούνται με πιο βιώσιμο τρόπο, όχι μόνο η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες πιθανές πηγές ενέργειας αλλά αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η προστασία των καταναλωτών και η διασφάλιση των προτύπων της Δημόσιας Υπηρεσίας ως παροχέας ενέργειας».

Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο θέμα της ΑΗΚ με μια ξεκάθαρη τοποθέτηση: «Μια πλήρης ιδιωτικοποίηση χωρίς καμία επιρροή από το κυπριακό κράτος, είτε ρυθμιστικά είτε από πλευράς μετοχών, δεν θα ήταν επιθυμητή. Η ΑΗΚ είναι κερδοφόρα, δείχνει μια καλά οργανωμένη κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία, αλλά και εταιρεία που απολαμβάνει τα οφέλη του μονοπωλίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κράτος επωφελείται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδά της και πιθανώς από μια υψηλά ζητούμενη τιμή για το άνοιγμα του κεφαλαίου της εταιρείας σε ιδιώτη επενδυτή, αλλά ο πελάτης / καταναλωτής τοποθετείται σταδιακά σε μειονεκτική θέση λόγω της έλλειψης επαρκούς ανταγωνισμού».

Τα δύσκολα της εξόδου

Η συζήτησή μας οδηγείται από μόνη της στο θέμα της εξόδου της Κύπρου από το Μνημόνιο και της επιστροφής της στις αγορές. Άλλο ένα θέμα που βρίσκεται στην επικαιρότητα και για το οποίο παίρνω και πάλι μια ξεκάθαρη απάντηση: «Το κλειδί είναι η κατάλληλη προετοιμασία, ήδη από τώρα, για να προετοιμάσεις τις αγορές να σε εμπιστευτούν, ότι στείλεις το μήνυμα πως έχεις τηρήσει τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις σου. Από εκεί και πέρα το σημαντικό είναι με ποιο επιτόκιο θα καταφέρεις να εξασφαλίσεις δανεισμό, το 3% είναι επιτυχία, το 4.50% αποτυχία. Έχετε να αντιμετωπίσετε τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι οποίοι με τις βαθμολογίες τους κρίνουν καθοριστικά και την πορεία. Δυστυχώς, εκείνο που πρέπει να ανησυχεί πάρα πολύ και να βρεθούν τρόποι να γίνει σωστή διαχείριση του ζητήματος είναι τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια. Εκεί πρέπει να δοθεί προτεραιότητα και όχι σε άλλα ζητήματα, στο τεράστιο ιδιωτικό χρέος. Διαφορετικά, βλέπω πως οποιαδήποτε έκπτωση ή διαγραφή χρεών θα δημιουργήσει προβλήματα με την Ε.Ε.».